Τετάρτη 16 Ιουλίου 2014

Το πάρτυ



Προτελευταία βδομάδα της αποκριάς, Τετάρτη βράδυ μας πήρε τηλέφωνο ο φίλος μας ο Κώστας
-Παιδιά, όλα εντάξει. Θα το κάνουμε τελικά το πάρτυ το Σάββατο. Ετοιμαστείτε. Μόνο, ντυθείτε κάτι πρωτόπτυπο. Μην αγοράσετε ετοιματζίδικες στολές. Δεν λέει....

Τι να ντυθούμε; Πρόβλημα. Το βράδυ το περάσαμε προσπαθώντας να κατεβάσουμε ιδέες. Τζίφος. Πέμπτη βράδυ ξαναπιάσαμε το θέμα.
-Αν θέλουμε να είμαστε πρωτότυποι και να μην μας κοστίσει και μιά περιουσία, πρέπει να βάλουμε ρούχα που έχουμε στο σπίτι, είπα.
-Δεν έχουμε και τίποτα πρωτότυπο, όλα μας τα ρούχα είναι συνηθισμένα.
-Μην το λες, εσύ έχεις και κάτι πρόστυχα φορέματα.
-Υπερβάλεις
-Να εκείνο το σωληνωτό το εφαρμοστό δεν είναι προκλητικό; Αφού ποτέ δεν τόλμησες να το φορέσεις έξω.
-Αν σ' αρέσει, γιατί δεν το φοράς εσύ; Να βάλω κι εγώ ένα κοστούμι σου και να το παίξουμε αντιστροφή ρόλων.
-Οι μισοί καλεσμένοι θά κάνουν το ίδιο.


Μετά από λίγη σκέψη, φώναξα ενθουσιασμένος
-Το βρήκα!!! Θα ντυθούμε μοιραίες γυναίκες. Θα βάλω εγώ το φόρεμά σου, εσύ ένα κολάν, ένα κορμάκι από λύκρα, τα μποτίνια σου κι εκείνη την φαρδιά μαύρη ζώνη με την μεγάλη εγγράφα και θα το παίξουμε κόρες της Σαπφούς. Εσύ η δυναμική, η κυρίαρχη κι εγώ η προκλητική σου υποτακτική.
Η ιδέα της άρεσε. Έφερε από την ντουλάπα το περίφημο φόρεμα και μου το φόρεσε. Ήταν ένα απλό μαύρο φόρεμα, απόλυτα εφαρμοστό, χωρίς κανένα άνοιγμα, με μακρυά μανίκια που της Έφης της ερχόταν μέχρι τον αστράγαλο. Επειδή είμαι γύρω στα δέκα εκατοστά ψηλότερος από αυτήν, η τρίχα στο πόδι μου έβγαζε μάτι.  Κατά τα άλλα, μου ερχόταν καλά, μιάς και ήταν από εξαιρετικά ελαστικό ύφασμα.
-Αυτές οι τρίχες στα πόδια σου είναι αντιαισθητικές. Πρέπει να τις ξυρίσεις.
-Ούτε που να το σκέφτεσαι
-Βρήκα άλλη λύση. Περίμενε.
Πήγε στην κρεβατοκάμαρα και μετά από λίγο γύρισε με ένα ζευγάρι δικές της μαύρες κάλτσες. Τις φόρεσα.
-Για κάνε ένα γύρο να σε δώ.
Αφού με κοίταξε καθώς πηγαινοεχόμουν άγαρμπα μέσα στο δωμάτιο, είπε
-Ένταξει, το φόρεμα σου έρχεται καλά. Από πίσω το κωλαράκι σου είναι οκ, όμως βρε παιδί μου, από μπροστά είσαι πλάκα. Στήθος μηδέν.
-Δεν έχεις κάτι σουτιέν με περίεργα επιθέματα; Φέρε ένα να δούμε πως μου πάει.
Έφερε κάτι σουτιέν και κάτι κυλοτάκια
-Η θα είναι σωστό το σετάκι, ή άστο καλύτερα, είπε
Μετά από μερικές δοκιμές, καταλήξαμε σε ένα συνδιασμό. Το μόνο πρόβλημα, ήταν πως το πουλί μου με το ζόρι καλυπτόταν Η επαφή του με το γυαλιστερό γυναικείο ύφασμα, με έκανε να αισθάνομαι περίεργα.
-Περπάτα ξανά.
-Μ' αρέσεις. Είσαι σωστή πουτανίτσα, αν σ' έβλεπα στον δρόμο, θα σου την έπεφτα.
Προσπάθησα να αγνοήσω την πρόκληση.
-Έχουμε πρόβλημα, της είπα
-Δηλαδή;
-Εντάξει όλα αυτά αλλά από παπούτσια, τι κάνουμε; Φοράω 43 κι εσύ 39.
-Δίκιο έχεις, αλλά άστο προς το παρόν. Κάτι θα βρούμε. Θες να φορέσεις τώρα και μιά περούκα;
-Που την βρήκες;
-Έχει ξεμείνει χρόνια τώρα στην ντουλάπα. Δεν θυμάμαι καν γιατί την είχα αγοράσει.
Ήταν μιά περούκα με μαύρο καρέ μαλί.Την φόρεσα.
Με κοίταξε για κάμποση ώρα.
-Τέλεια. Μένει μόνο το μακιγιάζ σου.
-Θέλω να δω πως φαίνομαι.
-Άσε, περίμενε να δεις το τελικό αποτέλεσμα. Ένα μόνο σου λέω. Βρισκόμαστε σε καλό δρόμο.
-Η σειρά σου τώρα. Να σου φέρω τα ρούχα;
-Όχι, άσε με να ετοιμαστώ μόνη μου.

Πήγε στην κρεβατοκάμαρα κι έμεινε εκεί τρία περίπου τέταρτα. Όλη αυτή την ώρα, αισθανόμουν μια έντονη επιθυμία για βίαιο πήδημα. Το ποιός θα πηδούσε ποιόν, ήταν ένα θέμα που το έδιωχνα από το μυαλό μου, αυτό όμως όλο και επέστρεφε. Όταν μπήκε ξανά στο καθιστικό, ένοιωσα πως το γυναικείο σλιπάκι που φορούσα, με καταπίεζε.
-Αν σ' έβλεπα στον δρόμο, θάθελα να μου την πέσεις, της είπα.
Κατάλαβε πως κάτι κάτω από το φόρεμα είχε ερεθιστεί.
-Φτιάχτηκες;
-Κατά κάποιο τρόπο
-Δεν το περίμενα, σε είχα για πιό macho.
-Πάμε μέσα να σου δείξω πως κάνεις λάθος;
-Όχι σήμερα, έχω ακόμη περίοδο.
-Πάντως αυτό που σου λείπει, είναι ένα κοντό δερμάτινο μπουφάν. Ν΄αφήνει την ζώνη και τον ποπό σου έξω αλλά να καλύπτει τις ρώγες του στήθους σου. Είναι έτοιμες να τρυπήσουν το ύφασμα.
-Έχεις δίκιο, αλλά τέρμα για σήμερα. Είναι αργά, πάμε για ύπνο.
Ξεντυθήκαμε, βάλαμε τις αντιερωτικές βαμβακερές μας πυτζάμες και πέσαμε να κοιμηθούμε. Κάτι όμως δεν μ' άφηνε να ησυχάσω.

Την άλλη μέρα, παραμονή του πάρτυ, όταν γύρισα από την δουλειά την βρήκα στο σπίτι.
-Πήγα γιά ψώνια. Κοίτα τι σου αγόρασα, της είπα κι της έδειξα το κοντό δερμάτινο μπουφάν που της είχα πάρει.
Το δοκίμασε πρόχειρα κι είδαμε πως της ερχόταν καλά. Το πήγε στην κρεβατοκάμαρα και γύρισε κρατώντας ένα ζευγάρι γυναικεία παπούτσια με ελάχιστο τακούνι.
-Είναι 43 νούμερο. Δεν έχουν τακούνι, γιατί χρειάζεσαι εκπαίδευση για να περπατήσεις με δεκάποντες γόβες. Βάλτα να δούμε αν σου κάνουν. Ήταν εντάξει.
-Σήμερα, θα κάνουμε την τελική δοκιμή. Θα σε βάψω κιόλας. Πήγαινε να κάνεις ένα ντους, ξυρίσου όσο ποιό καλά μπορείς κι έλα να σε φτιάξω, μου είπε.
Μέσα στο μπάνιο, κατάλαβα πως είχα ξεροχύσει. Πλύθηκα, έκανα κι ένα κόντρα ξύρισμα και πήγα στο καθιστικό. Αυτή είχε βάλει στην μέση του δωματίου μιά καρέκλα της κουζίνας, είχε φέρει και το δυνατό φωτιστικό από το γραφείο και με περίμενε. Πάνω στον καναπέ, ήταν αφημένα τα ρούχα, τα εσώρουχα και η περούκα.

Κάθησα γυμνός στην καρέκλα κι αυτή άρχισε να με μακιγιάρει. Καθώς περνούσε η ώρα κι ένοιωθα τα χέρια της να κατευθύνουν με δύναμη το κεφάλι μου και να αλλάζουν την όψη μου, αναστατωνόμουν όλο και περισότερο. Δεν μου είχε σηκωθεί, αλλά καθώς γνωριζόμασταν καλά σίγουρα είχε καταλάβει πως η όλη διαδικασία μ' έφτιαχνε. Δεν έλεγε τίποτα, μόνο χαμογελούσε κι αυτό το χαμόγελό της μ' έκανε να ταράζομαι όλο και περισότερο.
-Είσαι έτοιμη, είπε μόλις τελείωσε.
-Θέλω να δω πως μ' έχεις κάνει.
-Όχι, θα δεις το τελικό αποτέλεσμα. Έλα τώρα να ντυθείς.
Το ποιό δύσκολο απ' όλα, ήταν να φορέσω το σλιπάκι. Μου είχε μισοσηκωθεί.
-Είσαι πολύ καυλιάρα γκόμενα.
-Δεν είμαι γκόμενα, είμαι γκόμενος.
-Γκόμενα. Είμαι η κυρά σου κι είσαι η πουτανίστα μου, το ξέχασες;
-Θέλω να δω πως φαίνομαι, είπα όταν τελιώσαμε κι έβαλα και την περούκα.
-Θα γίνει κι αυτό, μην βιάζεσαι. Πάω τώρα κι εγώ να ετοιμαστώ μέσα. Κάνε πρόβες στο περπάτημα, και μην τολμησεις να πάς στον καθρέφτη στο μπάνιο, θα το κλειδώσω. Στο σπίτι υπήρχαν δυό καθρέφτες. Ένας στον νιπτήρα κι ένας μεγάλος ολόσωμος στην κρεβατοκάμαρα.

Όση ώρα την περίμενα, έπινα ουίσκι και προσπαθούσα να παραστήσω τα μανεκέν που περπατούν στην πασαρέλα. Καταλάβαινα πως το αποτέλεσμα πρέπει να ήταν γελοίο, αυτό όμως με έφτιαχνε ακόμη περισότερο.
-Ελα μέσα, την άκουσα να μου φωνάζει.
Πήγα στην κρεβατοκάμαρα και την είδα βαμένη, ντυμένη και με το καινούργιο της το μπουφάν. Ήταν υπέροχη, πραγματικό μοντέλο σ' επίδειξη kinky αμφιέσεων.
Κοίταξα τον εαυτό μου στον καθρέφτη, και είδα μιά γυναικάρα.
-Θάθελα να με πηδήξω, παρατήρησα.
-Θάθελες να σε πηδήξω εγώ; ρώτησε.
-Τι θα μου κάνεις;
Έβαλε τα χέρια της στους ώμους μου και με ανάγκασε να γονατήσω. Το θέαμα στον καθρέφτη, ήταν μοναδικό
-Γλύψε τις μπότες μου. Το έκανα.
Με σήκωσε και μέβαλε να σκύψω. Ήρθε από πίσω μου κι άρχισε να μου κάνει πισωκολλητό. Κινιόταν σαν να μου τον είχε καρφώσει. Βογγούσα. Σταμάτησε απότομα.
-Αν συνεχίσουμε, πρώτον θα στραπατσάρουμε τα ρούχα μας και δεύτερον δεν θα μπορέσεις να με πάρεις κι εσύ. Αύριο, ελπίζω να είμαι εντάξει με την περίοδό μου, είπε.
-Αύριο είναι το πάρτυ, μην το ξεχνάς.
-Το ξέρω, θα το κάνουμε αφού γυρίσουμε, που θάμαστε και ξαναμένοι.
-Περισότερο από τώρα;
-Ναι. Θα σε φτιάξω όπως πρέπει.

Όταν πέσαμε να κοιμηθούμε, περίμενα μέχρι να την πάρει ο ύπνος κι ύστερα πήγα και τράβηξα μιά μαλακία. Δεν άντεχα. Η άλλη μέρα, πέρασε μέσα στην αμηχανία και την προσμονή. Ό,τι κάναμε, το κάναμε μηχανικά. Αυτή σε κάποια στιγμή έφυγε από το σπίτι, έχω μιά δουλειά δεν θ΄αργήσω μου είπε και γύρισε μετά από καμιά ώρα χωρίς να μου δώσει καμιά εξήγηση.

Έφτασε η ώρα να ετοιμαστούμε γιά το περίφημο πάρτυ. Η διαδικασία, ίδια με της προηγούμενης μέρας. Όταν σταθήκαμε και οι δύο έτοιμοι μπροστά στον καθρέφτη για να θαυμάσουμε την μεταμόρφωσή μας, άπλωσε το χέρι της και μούπιασε τον κώλο. Έκλεισα τα μάτια μου για να το απολαύσω καλύτερα. Με φίλησε. Με έγλειψε στον λαιμό.
-Πάρε με, της είπα
-Όχι τώρα, αργότερα.
Και συνέχισε να με φτιάχνει. Άργα και βασανιστικά. Δεν άντεχα,
-Κάνε με δική σου, την παρακάλεσα. Τίποτα αυτή.
-Είμαι η δούλα σου, η πουτανίστα σου κάνε με να νοιώσω την δύναμή σου. Δείξε μου τι μπορείς να μου κάνεις.
Κάπου εκεί έχασε κι αυτή τον έλεγχο. Με πεταξε στο κρεβάτι, με πλάκωσε στα χαστούκια μου έβγαλε το φόρεμα, τώρα θα σου δείξω εγώ, είπε. Δάγκωσε τις ρώγες του στήθους μου, πέταξε έξω από το σλιπάκι τον πούτσο μου κι άρχισε να τον σκαμπιλίζει και να μου στρίβει τ' αρχίδια. Πονούσα.
-Κι άλλο, κι άλλο την παρακαλούσα.

Τώρα θα σε γαμήσω, είπε. Ταράχτηκα. Τι εννοούσε ο ποιητής; Σηκώθηκε, από το κρεβάτι και με διάταξε: Στήσου στα τέσσερα, πουτάνα. Φοβήθηκα. Στα τέσσερα, είπα. Υπάκουσα. Μπροστά το κεφάλι, μην γυρίσεις να κοιτάσεις, σε σκότωσα. Πάγωσα. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα αγωνίας, ανέβηκε και πάλι στο κρεβάτι και στήθηκε πίσω μου. Κάτι προσπαθούσε να χώσει στην κωλοτρυπίδα μου. Τα κατάφερε.
-Τι μου έκανες, την ρώτησα, όταν μπόρεσα να μιλήσω και πάλι.
-Σούχωσα τον πούτσο μου. Τώρα θα σε γαμήσω σαν πραγματική πουτάνα. Μην τολμήσεις να βγάλεις άχνα.

Έτσι, χάσαμε και το πάρτυ του Κώστα και εγώ την παρθενιά μου κι αυτή μετατράπηκε σε απίστευτη σαδίστρια. Λίγο καιρό μετά, μου εκμυστηρεύτηκε πως το πρωινό του Σαββάτου που έλειψε για λίγο από το σπίτι, πήγε σ' ένα sex shop και αγόρασε το στραπόν. Ντρεπόταν όπως μου είπε, αλλά την ίδια στιγμή είχε καυλώσει. Από κάτω ήταν υγρή.

Παρασκευή 11 Ιουλίου 2014

Η βιζιτού

Χτύπησε την πόρτα του σπιτιού μου και της άνοιξα.

-Καλησπέρα, έφερα τα κοινόχρηστα, μου είπε και μου έδωσε ένα διακοσάρι.
-Δεν έχεις ψηλά;
-Δυστυχώς όχι.

Σκέφτηκα για λίγο. Αυτά που είχα στο ταμείο, δεν έφταναν για τα ρέστα. Αν έβαζα κι από την τσέπη μου, ίσως να έβγαιναν.
-Να κοιτάξω αν μπορέσω να σου δώσω ρέστα, της είπα. Μην στέκεσαι στην πόρτα, έλα μέσα συμπλήρωσα.
-Α, τι ωραία, έχεις ανάψει τζάκι.
-Κάτσε αν θέλεις δίπλα, μέχρι να σου φέρω τα ρέστα και την απόδειξη.

Έκατστε στις μαξιλάρες πουχα απλώσει πάνω στο παχύ χαλί, δίπλα στην φωτιά. Έψαξα τις τσέπες μου, το ταμείο, μάζεψα τελικά τα ρέστα. Πήρα και την απόδειξη, της τα έδωσα. Έκανε να σηκωθεί να φύγει.
-Αν δεν έχεις δουλειά, κάτσε να σε κεράσω κάτι. Πρώτη φορά μπαίνεις στο σπίτι μου.
Το σκέφτηκε γιά λίγο, της άρεσε η ιδέα.
-ΟΚ
-Τι πίνεις;
-Βότκα με λίγο πάγο, αν έχεις
-Πίνουμε το ίδιο ποτό, σχολίασα.

Πήγα να φέρω το μπουκάλι, τον πάγο και τα ποτήρια. Η Σβέτα, αυτό είναι το όνομά της, έμενε κοντά έξη μήνες στην πολυκατοικία μας. Ήταν από την Μολδαβία, ή την Ουκρανία, ή την Λευκορωσία, κάπου από κει τέλως πάντων. Είχε ανοιχτόχρωμη επιδερμίδα, τα μαλιά της ήταν μαύρα και σχετικά κοντά κι όταν σε κοιτούσε στα μάτια ένοιωθες μιαν ανατριχίλα. Έμενε κατά πάσα πιθανότητα μόνη της και δεν είχαμε πάρε δώσε πέρα πό ένα καλημέρα καλησπέρα στην είσοδο της πολυκατοικίας.


Σέρβιρα τα ποτά κι αρχίσαμε μια δειλή κουβέντα περί ανέμων και υδάτων. Σε κάποια στιγμή την ρώτησα τι δουλειά κάνει. Είχαμε ήδη κατεβάσει από τρία ποτήρια βότκα ο καθένας, αλλά και πάλι η ερώτηση ήταν βλακώδης. Όλοι στην πολυκατοικία ξέραμε πως ήταν βιζιτού.

Τις ποιό περίεργες ώρες τις μέρας και της νύχτας ερχόταν και την έπαιρνε ένα ταξί, το ίδιο πάντα, και την γύριζε πίσω τις περισότερες φορές το ίδιο ταξί. Μερικές φορές, την είχαν φέρει στο σπίτι της κάτι απίθανα αυτοκίνητα που μόνο να τα ονειρευτούμε εμείς οι κοινοί θνητοί μπορούμε. Πάντα ντυμένη απλά, συνήθως με τζην και πάντα κουβαλούσε ένα μεγάλο Sac de Voyage.
-Στην πατρίδα μου σπούδασα ορθόδοξη θεολογία στο πανεπιστήμιο, εδώ όμως διδάσκω διαφορετική θρησκεία.
Έμεινα να την κοιτάω σαν χαζός
-Δηλαδή;
Χαμογέλασε, ήπιε, σιώπησε κοιτάζοντάς με βαθεία στα μάτια και μου είπε:
-Τιμωρώ αυστηρά τους πιστούς που αμαρτάνουν κι αν η μεταμέλειά τους είναι ειλικρινής, τους χαρίζω μερικές στιγμές στον παράδεισο.

Χαμογέλασα από αμηχανία.
-Κι έχει πολούς πιστούς αυτή η θρησκεία; κατάφερα να ρωτήσω.
Έβγαλε τις παντόφλες που φορούσε, πέταξε την μιά της κάλτσα κι όπως καθόμασταν απέναντι ο ένας στον άλλο μπροστά στο τζάκι, μου πρότεινε το πόδι της.
-Γλείφε
Καθώς άρχισα δειλά να βάζω τα δάχτυλα του ποδιού της στο στόμα μου, είπε:
-Δεν είναι πολλοί. Είναι δύσκολη και πολύπλοκη πίστη, η θεά πρέπει να είναι έμπειρη, αλλά πληρώνεται καλά.
-Πόσο δηλαδή; Και συνέχισα την δουλεία μου.
-Άστο, δεν είναι γιά τα μέτρα σου. Αλλά ξέρεις κάτι, χρειάζομαι έναν πιστό για να πειραματίζομαι μαζί του.
 
Τα πράγματα είχαν σοβαρέψει. Σταμάτησα το γλείψιμο.
-Σου κάνω;
-Δεν ξέρω, πρέπει να σε δοκιμάσω. Έχεις καμιά εμπειρία;
-Ουσιαστικά όχι
-Είσαι παρθένος;
-Όχι βέβαια, δεν είμαι δεκαπέντε χρόνων για να ρωτάς τέτοια πράγματα.
-Όταν λέω παρθένος, εννοώ από πίσω.
Ξεροκατάπια και παραδέχτηκα πως με είχαν κωλοδαχτυλιάσει μερικές φορές.
Με γρήγορες κινήσεις έβαλε πάλι τις κάλτσες και τις παντόφλες της, σηκώθηκε πάνω και μου είπε:

-Πάω να φέρω τα αξεσουάρ της δουλειάς. Εσύ στο μεταξύ κάνε ένα ντουζάκι και περίμενέ με γυμνός.

Όταν έφτασε στην πόρτα, συμπλήρωσε:
-Πλύνε καλά το κωλαράκι σου. Απόψε θα ματώσει. Μην πάθεις και καμιά μόλυνση.

Δευτέρα 7 Ιουλίου 2014

Διάλογος

-Ουφ, τι μούκανες; Με ξέσκισες.
-Σ' άρεσε;
-Στην αρχή πόνεσα, μετά όμως ήταν υπέροχο.
-Πόσο καιρό είχες να τον πάρεις;
 
 Σκέφτηκα γιά λίγο.
 
-Μμμ, δεν θυμάμαι ακριβώς, πρέπει νάναι εφτά οχτώ μήνες.
-Ψευταρά, είναι δυνατόν νάσαι αγάμητος τόσον καιρό;
-Το ότι δεν τον έπαιρνα δεν σημαίνει πως δεν τον έδινα
-Έχεις πάει ποτέ με άντρα;
-Όχι, ούτε με άντρα ούτε με τραβέλι. Μόνο πλαστικές πούτσες έχω φάει.

Μικρή διακοπή.

-Πρέπει να σου πω πως ήταν η πρώτη φορά που έχυσα με ένα στραπον καρφωμένο μέσα μου.
-Δηλαδή, τις άλλες φορές δεν τελείωνες;
-Όχι. Ντρεπόμουν και σταματούσα την φάση.
-Γιατί δεν τόκανες και τώρα;
-Είχα παραλύσει. Μου ήταν αδύνατον να κουνηθώ. Μόνο βογγούσα. Ακούστηκα πολύ;
-Μην έχεις πρόβλημα, το από κάτω διαμέρισμα είναι άδειο.
-Μάτωσα;
-Λιγάκι.
-Θέλω να μου τον ξαναβάλεις.
-Είναι αργά. αύριο έχουμε και οι δύο δουλειές.
-Έλα, λίγάκι
-Είπα όχι.

Άρχισα να την φιλάω. Φτιάχτηκε.
-ΟΚ, γύρνα. Θα σε πηδήξω στεγνά.

Κυριακή 6 Ιουλίου 2014

Η χαλάρωση


Γύρισε από την δουλειά της φρικαρισμένη. Κάποιοι συνάδελφοί της, της είχαν κάνει χοντρή πουστιά. Έβριζε και απειλούσε θεούς και δαίμονες.

Όταν ηρέμησε κάπως, κάθησε σε μιά πολυθρόνα κι άρχισε να μου εξηγεί. Η κουβέντα τραβούσε σε μάκρος κι υπήρχαν άπειρες τεχνικές λεπτρομέρειες που αδυνατούσα ν' αντιληφθώ. Βαριόμουν.

Σηκώθηκα όρθιος κι άρχισα να βγάζω τα ρούχα μου.
-Τι γδύνεσαι ρε μαλάκα, νομίζεις πως έχω όρεξη; μου είπε
Της γύρισα την πλάτη και της είπα:
-Δείρε με.
-Τι πράγμα;

-Δείρε με. Βγάλε πάνω μου όλη την ένταση που κουβαλάς. Βούτα την ζωστήρα από το παντελόν μου και τσάκισέ με στο ξύλο