Παρασκευή 31 Οκτωβρίου 2014

Το πουτανάκι

-Καλό πουτανάκι είσαι και δεν στόχα.
-Ήταν το πιό δυνατό γαμήσι που μου έχουν κάνει μέχρι σήμερα. Με ξέσκισες.
-Γιά μιά βδομάδα, δεν θα μπορείς να κάτσεις σε καρέκλα.
-Με βρήκες στενό;
-Δεν ήσουν και ξεχειλωμένος, αλλά πάλι φαινόταν πως την είχες χάσει την παρθενιά σου.
-Πρόσεξες πως βογγούσα την ώρα που με έβριζες και μ' έλεγες πουτάνα, ξεφτίλα άντρα και ξεκωλιάρη;
-Βογγούσες και χτυπιόσουν πάνω στο στραπόν, παραλίγο να φύγει από την θέση του.
-Δεν με άφησες όμως να χύσω....
-Αύριο το πρωϊ. Θα σου ρίξω ένα γερό γαμήσι και θα σε κάνω να τελειώσεις με την πούτσα μου καρφωμένη στον κώλο σου.
-Θα κοιμηθούμε αγκαλιά;
-Ναι. Εγώ θα φοράω το στραπόν κι εσύ θα βάλεις ένα πρόστυχο γυναικείο σλιπάκι.
-Θα μου ξεκλειδώσεις το πουλάκι μου;
-Απολείεται. Αύριο, που θα σε κάνω να χύσεις.
-Που είναι το σλιπάκι;
-Να, πάρτο να το φορέσεις κι έλα να κοιμηθούμε αγκαλιά
-Καληνύχτα
-Καληνύχτα

Τετάρτη 29 Οκτωβρίου 2014

Καινούργια φιλενάδα, καινούργιο strapon

Πρώτη φορά στο κρεβάτι μαζί της, στο σπίτι της. Τα πράγματα πήγαν καλά. Είχε δύο οργασμούς, εγώ τελείωσα μιά φορά. Στην διάρκεια της πράξης, καθώς την είχα ανάσκελα και μπαινόβγαινα μέσα της δυνατά, μου άρπαξε τα κωλομάγουλα και τα άνοιξε. Μου άρεσε, δυνάμωσα τον ρυθμό μου, και τελειώσαμε μαζί.

Πήγαμε στο μπάνιο, ξεπλύναμε τον ιδρώτα, τα χύσια και τα σάλια από τα κορμιά μας και γυρίσαμε στο κρεβάτι χαλαροί.

Ξάπλωσα ανάσκελα και την πήρα αγκαλιά. Με φίλησε στο στόμα, το χέρι της άρχισε να με χαϊδεύει και το στόμα της άρχισε να γλύφει τις ρώγες του στήθους μου. Έκλεισα τα μάτια κι απολάμβανα. Το χέρι της, κατέβηκε ανάμεσα στα πόδια μου.

-Άνοιξε τα πόδια σου, μου είπε. Το έκανα. Ένοιωσα το δάχτυλό της να χαϊδεύει την κωλοτρυπίδα μου. Το απολάμβανα, βογκούσα ελαφρά. Σε κάποια στιγμή σταμάτησε. Άνοιξα τα μάτια μου και την κοίταξα. Με κοίταζε στα μάτια μ' ένα ερωτηματικό χαμόγελο. Έσπρωξε το δάχτυλό της στην τρύπα μου. Ξαφνιάστηκε, το τράβηξε έξω και μου έχωσε δύο δάχτυλα. Βογκήξα.

-Το αγοράκι μου είναι ανοιχτούτσικο, είπε.
Βογκήξα ξανά, λίγο από πόνο, λίγο από καύλα.

-Τόχουν ξεπαρθενέψει το αγοράκι μου; ρώτησε

-Ναι, τον έχω πάρει από πίσω
-Ποιός  κωλομπαράς ξεπαρθένεψε το παιδί μου;
-Δεν ήταν κωλομπαράς, ήταν κωλομπαρού.
-Γυναίκα;
-Με στραπόν
-Μάτωσες αγοράκι μου;
-Ναι
-Πόνεσες;
-Στην αρχή, μετά ήταν εντάξει
-Σου άρεσε;
Δεν απάντησα. Με ξαναρώτησε. Σιωπή. Έβαλε το στόμα της στο αυτί μου, μου έχωσε μέσα την γλώσα της και ψιθύρισε: Το ξέρω πως σου άρεσε, το βλέπω στα μάτια σου. Πες μου, μ' αρέσει να τον παίρνω από πίσω
-Μ' αρέσει να τον παίρνω από πίσω. Μ' αρέσει να με γαμούν όμορφες, δυνατές γυναίκες, να χύνω με πλαστικά καυλιά χωμένα στον κώλο μου.
-Αυτή η κακιά γυναίκα σ' έστηνε στα τέσσερα και σε πήδαγε;
-Ναι
-Έσενα, ποιά στάση σ' άρεσε περισσότερο;
-Ιεραποστολική. Να μπαίνει μέσα μου, να με κρατάει αγκαλιά και να βλέπω το πρόσωπό της να αγριεύει κάθε φορά που με καρφώνει.

Έπαιξε για λίγο ακόμη με τον κώλο μου. Έκλεισα τα μάτια και το απολάμβανα.
-Έχω κι εγώ στραπόν, θέλεις να το κάνουμε;
-Ναι

Παρασκευή 24 Οκτωβρίου 2014

Η ομορφιά που φέρνει πόνο

Καθόμασταν στον καναπέ. Είχε περάσει το αριστερό της χέρι γύρω από τους ώμους μου και με φιλούσε στο πρόσωπο και τον λαιμό. Απαγορευόταν να την ακουμπήσω. Με είχε φτιάξει. Το παντελόνι μου πήγαινε να σπάσει. Με το δεξί της χέρι, έπαιζε με τις ρώγες μου, κατέβαινε χαμηλά και με χούφτωνε δυνατα, επώδυνα. Σε κάποια στιγμή μου είπε: Γδύσου.

Όταν έφτασα στο σλιπάκι, την κοίταξα ερωτηματικά. Μου έκανε νεύμα, βγάλτο. Ο πούτσος μου επί τέλους ήταν ελεύθερος και σηκωμένος. Στήσου και περίμενε, μου είπε. Τι θα μου κάνεις, ρώτησα. Θα σε δείρω και μετά μπορεί και να σε κάνω να νοιώσεις γυναίκα. Αυτό σήμαινε πως θα με γαμούσε από πίσω.

Βγήκε από το δωμάτιο για να ετοιμαστεί. Πήγα στον απένατι τοίχο, άνοιξα τα πόδια μου, στήριξα τα χέρια μου στον τοίχο, ήμουν έτοιμος και περίμενα. Ήξερα πως δεν έπρεπε να την κοιτάξω όταν θα ερχόταν ξανά. Αν το έκανα, ήταν ικανή να με παρατήσει και να σηκωθεί να φύγει. Το κεφάλι λοιπόν μπροστά, τα μάτια κλειστά και να λέω στον εαυτό μου: Δεν πρέπει να κοιτάξεις, δεν πρέπει να κοιτάξεις.


Άκουσα τα βήματά της. Πρέπει να είχε φορέσει τα μποτίνια με τα δεκάποντα τακούνια. Μπήκε στο δωμάτιο. Δεν πρέπει να κοιτάξεις, δεν πρέπει να κοιτάξεις. Στάθηκε πίσω μου. Ετοιμάστηκα να δεχτώ το πρώτο χτύπημα. Δεν πρέπει να κοιτάξεις, δεν πρέπει να κοιτάξεις. Γύρνα, με διέταξε. Γύρισα. Τα μάτια μου καρφωμένα στο πάτωμα. Ακούμπα την πλάτη σου στον τοίχο, τα πόδια σου ανοιχτά, τα χέρια σου ψηλά, έξω οι παλάμες. Υπάκουσα.

Κοίτα με. Νόμισα πως δεν κατάλαβα καλά. ΚΟΙΤΑ ΜΕ ΕΙΠΑ! Σιγά σιγά σήκωσα τα μάτια μου και την κοίταξα. Φορούσε τα μποτίνια, ένα ζευγάρι δερμάτινα γάντια και μαύρα γυαλιά. Μόνο. Στο χέρι κρατούσε το μαστίγιο της ιππασίας και ανάμεσα στα πόδια της κρεμόταν χαλαρός ο χοντρός πλαστικός πούτσος που της είχα κάνει δώρο πριν από ένα μήνα.

Σήκωσε το μαστίγιο και με χτύπησε. Γύρισα το κεφάλι μου στο πλάι και έσφυξα τα χείλη μου. Κοίτα με, μην γυρίζεις αλλού το κεφάλι σου. Τα μάτια μου στράφηκαν στο πρόσωπό της. Ήταν άνεκφραστο. Τα μαύρα γυαλιά πρόσθεταν μυστήριο.
Με ξαναχτύπησε. Έκλεισα τα μάτια την στιγμή που το μαστίγιο σηκώθηκε και χτύπησε το κορμί μου. Δυνατώτερα αυτή την φορά. Εδώ, κοίτα με, διέταξε. Κι άρχισε να με δέρνει όλο και πιό δυνατά, όλο και πιό δυνατά. Κάθε λίγο μου φώναξε. Κοίτα με, μην κλείνεις τα μάτια σου, μην γυρνάς το κεφάλι σου, μην κινείσαι.

Ο πόνος άρχισε να γίνεται έντονος. Μα περισότερο πονούσα κοιτάζοντας το ανέκφραστο, μυστηριώδες πρόσωπό της. Κι αυτή συνέχισε να με βαράει όλο και δυνατότερα. Άρχισα να βογγάω. Σκάσε, που είπε. Έσκασα.

Στο τέλος, δεν άντεξα άλλο, με πήραν τα κλάματα. Το σώμα μου ήταν κατακόκκινο. Σταμάτησε, σκούπισε το μέτωπό της που είχε αρχίσει να ιδρώνει, έβαλε τα χέρια στην μέση της και με παρατηρούσε καθώς έπεφτα στο πάτωμα, κλαίγοντας, υποφέροντας, χωρίς την παραμικρή ικμάδα θέλησης. Με άφησε να συνέλθω λίγο, με σήκωσε και με γονάτισε στο τραπεζάκι του καθιστικού. Γονάτισε κι αυτή από πίσω μου. Ήταν έτοιμη να με ξεκωλιάσει.