Πέμπτη 29 Ιανουαρίου 2015

Άρτεμις, μέρος έκτο: Χαλκίδα

Η ατμόσφαιρα στο σπίτι ήταν βαριά. Δεν μπορούσαμε να μείνουμε άλλο εκεί μέσα. Ντυθήκαμε, περάσαμε από το σπίτι μου, όπου επί τέλους άλλαξα μετά από δύο ημέρες ρούχα, πήρα και μερικά μαζί μου, μπήκαμε στο αυτοκίνητο και ξεχυθύκαμε στην Εθνική. Παραλία Χαλκίδας. Αυτή η πόλη πάντοτε με ηρεμούσε. Βόλτα στον πεζόδρομο, ανάλαφρα σχόλια γιά όσα βλέπαμε γύρω μας, ούζο με μεζέ σ' ένα συμπαθητικό μαγαζί στην πλευρά της Στερεάς Ελλάδας. Μετά το δεύτερο καραφάκι ούζο, αποφάσισα να γνωρίσω καλύτερα την κυρία.

"Ώστε ήσουν παντρεμένη;", την ρώτησα.

"Ακόμη είμαι, τυπικά. Ο άντρας μου, προτίμησε να μην χωρίσει μαζί μου, γιά καθαρά κοινωνικούς λόγους. Επίσημη κατοικία του, είναι ακόμη το σπίτι μου".

"Τι δουλειά κάνεις;".

"Είμαι αρχιτεκτόνισσα, αλλά δεν ασχολούμαι και πολύ. Έχω ένα γραφείο, βγάζω καμιά οικοδομική άδεια, και κάνω διαμόρφωση εσωτερικού χώρου σε μαγαζιά ή σπίτια φίλων, πολύ χαλαρά όμως".

"Δηλαδή, αυτό που ουσιαστικά κάνεις στην ζωή σου είναι να πηδάς όποιον τολμήσει να σου πει καλημέρα", είπα τα καλαμπουράκι μου.

"Κανένα δεν πηδάω. Δυό χρόνια τώρα ήμουν με την Στέλλα. Τον πρώτο καιρό, παίρναμε και οι δύο άντρες και γυναίκες που καμάκωνε αυτή. Στην συνέχεια αυτό σταμάτησε. Έρωτα έκανα μόνο μαζί της, αυτή συνέχιζε να καμακώνει δεξιά κι αριστερά, όμως επειδή ζήλευε έπαψε να στήνει καταστάσεις μαζί με μένα. Είσαι το πρώτο άτομο με το οποίο πάω, χωρίς να το ξέρει αυτή τα τελευταία δύο χρόνια."

"Κι ο Γιωργάκης;"

"Άστον αυτόν δεν μετράει, ήταν μιά απογοήτευση και μισή."

"Όταν της πήγες τα φορέματα, της είπες τίποτα γιά μένα;"

"Ναι, της είπα ότι καμάκωσα κάποιον, προσπαθώντας να δείξω ότι είσαι μιά απλή περιπέτεια. Την είδες όμως, είναι πανέξυπνη και ζηλιάρα, σίγουρα κατάλαβε ότι κάτι τρέχει μεταξύ μας. Γι αυτό έφερε η ίδια τα ρούχα πίσω, γιά να σε γνωρίσει."

"Κοίτα Άρτεμη, δεν θέλω να σε μοιράζομαι με κανένα. Όλη αυτή η ιστορία ξεκίνησε και γιά μένα σαν απλή περιπέτεια. Το ξέρεις όμως ότι τώρα πιά είσαι γιά μένα η γυναίκα μου, παρ όλον ότι δεν έχουν περάσει ακόμη ούτε σαράντα οκτώ ώρες από την στιγμή της γνωριμίας μας..."

Με διέκοψε με το ποιό γλυκό χαμόγελο του κόσμου, και μου είπε:

"Μην ζητάς από τον Θεό πράγματα που στα έχει ήδη δώσει".

Σταματήσαμε την κουβέντα και χαζέψαμε γιά λίγο της βάρκες που πηγαινοέρχονταν. Θυμήθηκα το παραμύθι γιά τον αδελφό της φίλης της.

"Και ο αδελφός της φίλης σου που μου έλεγες την Παρασκευή το βράδυ;"

"Αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο ξεκίνησε η Στέλλα, όχι εγώ".

Πάλι αυτή στην μέση. Το φάντασμά της τριγυρνούσε διαρκώς ανάμεσά μας. Κατάλαβε την σκέψη μου, μου χάιδεψε το χέρι και μου είπε

"Ξέχνα την αυτή. Με βοήθησες να την ξεπεράσω, και γι αυτό το πράγμα, όποια εξέλιξη κι αν υπάρξει μεταξύ μας, θα σε ευγνωμονώ γιά το υπόλοιπο της ζωής μου."

"Δεν έκανα και σπουδαία πράγματα, αν δεν ήσουν έτοιμη από καιρό γι αυτό το βήμα, δεν θα το είχες κάνει." και συμπλήρωσα "Οι άνθρωποι, όπως και η ανθρωπότητα, κάθε φορά τίθενται αντιμέτωποι με τα προβλήματα που μπορούν να ξεπεράσουν."

"Είχε πάντως κάτι από τραγωδία, ο τρόπος με τον οποίο οδήγησες την κατάσταση στην λύση της".

Ομολογώ ότι δεν είχα σκεφτεί πως το γαμήσι ενός κώλου μπορεί να έχει σχέση με τον Αισχύλο.

"Η βία είναι η μαμή της ιστορίας", της απάντησα.

"Μαρξιστής λοιπόν;"

"Μαζοχιστής και καμιά φορά υπηρέτης του γυναικείου κώλου".

"Το τελευταίο, δεν μου το έχεις αποδείξει ακόμη".

"Νομίζω πως το είδες να συμβαίνει μπροστά στα μάτια σου".

"Δεν ήταν όμως τα δικά μου μάτια που πετάχτηκαν έξω".

"Γι αυτό μπορείς και κάθεσαι με τόση άνεση στην καρέκλα".

Οι τελευταίες ατάκες, ειπώθηκαν με ένταση στην φωνή λίγο μεγαλύτερη από την κανονική. Κάποιοι στην διπλανή παρέα, πρέπει να έπιασαν μερικές λέξεις. Η φρίκη του μισθωτού οικογενειάρχη με δύο παιδιά σχηματίστηκε σε μερικά πρόσωπα. Το κατάλαβα, το κατάλαβε και κατάλαβε πως το κατάλαβα. Κόψαμε τις πνευματώδεις παρατηρήσεις μας, χαμογελάσαμε και της έσφιξα το χέρι. Κοιτάξαμε γιά λίγο την θάλασσα. Στην απέναντι ακτή της πόλης, υπάρχουν μερικά ξενοδοχεία. Πριν προλάβω να της κάνω την πρόταση, μου την έκανε αυτή.

"Μένουμε απόψε εδώ, αγάπη μου;"

Δεν της απάντησα, φώναξα τον σερβιτόρο, πλήρωσα και ξεκινήσαμε πιασμένοι χεράκι χεράκι γιά να περάσουμε την γέφυρα.

Το δωμάτιο που νοικιάσαμε, είχε μπαλκόνι με ένα πλαστικό τραπεζάκι και θέα στην θάλασσα. Βρήκαμε στο ψυγείο ουίσκι και βότκα, σε μικρά μπουκαλάκια της μιάς δόσης από αυτά που τα μοιράζουν γιά στον δρόμο διαφήμιση αλλά στα ξενοδοχεία τα πληρώνεις χρυσά. Βάλαμε από ένα ποτό και αράξαμε στο μπαλκόνι. Κάτω από τον πεζόδρομο, ερχόταν το βουητό του κόσμου που πηγαινοερχόταν. Βάρκες περνούσαν κάτω από την γέφυρα. Στην κορυφή του λόφου απέναντι, φάνταζε το κάστρο της πόλης. Σουρούπωνε. 'Οταν πιά νύχτωσε γιά τα καλά, η Άρτεμη μπήκε μέσα και κατευθύνθηκε προς το μπάνιο. Λίγα λεπτά αργότερα, κοίταξα στο δωμάτιο και την είδα ξαπλωμένη στο κρεβάτι γυμνή. Παράτησα τις βάρκες στην τύχη τους, μπήκα μέσα, κατέβασα τα ρολά, άναψα όλα τα φώτα και στάθηκα να απολαύσω την γύμνια της. Ήπια το ουίσκι μου, ξεντύθηκα και κάθισα στην άκρη του κρεβατιού. Την έπιασα από την λεκάνη και την γύρισα μπρούμυτα. Ξάπλωσα πάνω της. Την δάγκωσα στον λαιμό απαλά. Έγλειψα την σπονδυλική της στήλη. Όταν έφτασα στους γλουτούς της, τους άνοιξα με τα δυό μου χέρια και έχωσα μέσα την γλώσσα μου. Όταν μπήκα στον κώλο της, την ένοιωσα να ανατριχιάζει. Έμεινα στην θέση αυτή κάμποση ώρα, δουλεύοντας την τρύπα της, αφήνοντας άφθονο σάλιο να μπει μέσα της. Σκαρφάλωσα και πάλι πάνω της. Ήμουν έτοιμος να μπω μέσα της. Πέρασα τα χέρια μου κάτω από τις μασχάλες της και την έπιασα από τους ώμους. Της ψιθύρισα στ' αυτί, ότι μου είχε και εκείνη ψιθυρίσει δυό νύχτες πριν.

"Πάρε βαθιά ανάσα γλυκιά μου".

Ανατρίχιασε, σήκωσε λίγο τον πισινό της. Ίσα που την άνοιξα. Μιά ψιλή κραυγή ξέφυγε από τα χείλη της "Αχ!". Μπήκα πιό βαθειά. Βόγγηξε. Σιγά-σιγά, έφτασα μέχρι το τέλος. Η Άρτεμη δάγκωνε τα χείλη της όλη αυτή την ώρα. Άρχισα να μπαίνω και να βγαίνω μέσα της. Με προσοχή. Όταν μπαίνω μέσα της, την τραβάω από τους ώμους προς τα κάτω. Κάποιες στιγμές, κραυγούλες πόνου μα και καύλας ταυτόχρονα βγαίνουν από το στόμα της. Αρχίζω να αγρεύω.

"Φώναξε, θέλω να σε ακούσω να φωνάζεις".

Παύει πιά να συγκρατεί τις κραυγές της. Όσο την ακούω, τόσο πιό δυνατά την καρφώνω. Τόσο πιό γρήγορα κινούμαι. Βλέπω τις γροθιές της που σφίγγονται. Το στόμα της είναι ανοιχτό, η γλώσσα της γλείφει τα χείλια της. Τα μάτια της συνήθως είναι κλειστά, μα όταν τα ανοίγει, φαίνονται να έχουν μεγαλώσει. Ανασηκώνεται λίγο, χώνω το χέρι μου ανάμεσα στα πόδια της και αρχίζω να παίζω με την κλειτορίδα της. Χάνει κάθε έλεγχο, προσπαθεί να ακολουθήσει τον ρυθμό μου, αλλά μπερδευόμαστε. Όταν τραβιέμαι, αυτή σπρώχνει προς τα πίσω. Πρέπει να οργανωθούμε.

"Ακολούθησε τον ρυθμό μου, αγάπη μου", της λέω.

Χαμηλώνω τον ρυθμό μου και συντονιζόμαστε. Αρχίζω και πάλι να επιταχύνω. Το ένα μου χέρι χαϊδεύει πάντα την κλειτορίδα της, το άλλο το έχω περάσει γύρω από τον λαιμό της και την σφίγγω. Ρόγχος βγαίνει από το στόμα της. Δαγκώνει το μαξιλάρι. Νοιώθω να με σφίγγει. Τρελαίνομαι. Χαλαρώνω την λαβή μου από τον λαιμό της. Εξακολουθεί να προσπαθεί να εμποδίσει την είσοδό μου βαθιά μέσα της. Νοιώθω τον ερεθισμό μου να επιτείνεται. Δεν μπαίνω πλέον απλώς μέσα της, την καρφώνω. Την ξεσκίζω.

"Χύσε μέσα μου αγάπη μου, χύσε μαζί μου". Παραληρεί.

Καταλαβαίνω πως φτάνει. Τραντάζεται ολόκληρη, το κρεβάτι κοντεύει να σπάσει. Κρατιέμαι γιά να μην τελειώσω μαζί της. Θέλω να την φέρω σε οργασμό δεύτερη απανωτή φορά. Δεν αργώ να τα καταφέρω. Τελειώνει πάλι, το χέρι μου που είναι στην κλειτορίδα της γεμίζει από τα υγρά της. Γυρίζει το πρόσωπό της προς το μέρος μου, ανοίγει τα μάτια της και βλέπω μόνο το ασπράδι τους. Πάνω εκεί, τελειώνω κι εγώ. Την πλημμυρίζω. Φωνάζει ασυναρτησίες. "Τσούζει, πονάει, μην σταματάς, σταμάτα δεν αντέχω". Δεν προλαβαίνω να βγω από μέσα της και είμαι πάλι έτοιμος. Την καρφώνω. Φτάνω μέχρι το τέλος. Τον βγάζω τελείως έξω και την ξανακαρφώνω. Συνεχίζω αυτό το παιχνίδι γιά κάμποσο, και τότε ακούω να βγαίνει όχι από το στόμα της, αλλά από όλο της το είναι η κραυγή της λέαινας. Άρχισε από χαμηλά, μα όταν έφτασε στο αποκορύφωμα, το σύμπαν διαλύθηκε γύρω μου. Όταν συνήλθα λίγα λεπτά αργότερα, ήμουν πεσμένος στο πάτωμα, μιά καρέκλα ήταν αναποδογυρισμένη, το κρεβάτι είχε μετακινηθεί τουλάχιστον ένα μέτρο από την θέση του και η Άρτεμη βαριανάσαινε στημένη στα τέσσερα, με κοίταζε σαν αρπαχτικό και οι χυμοί της τρέχαν πάνω στο σεντόνι. Την φοβήθηκα.

"Μην με πλησιάζεις", μου είπε "γιά όνομα του Θεού, μην με πλησιάζεις. Θα σου κάνω κακό".

Η φωνή της ήταν βραχνή, αποφασιστική. Πρόσεξα πως τα μπούτια της ήταν λερωμένα από αίμα. Ήμουν κι εγώ το ίδιο λερωμένος. Συνέχισε γιά λίγο ακόμη να βαριανασαίνει. Προσπαθούσε να ελέγξει την αναπνοή της. Στο τέλος τα κατάφερε. Μπήκε στο μπάνιο, έμεινε εκεί γιά περισσότερο από ένα τέταρτο της ώρας.

Στο μεταξύ σηκώθηκα από το πάτωμα, σήκωσα την καρέκλα, έσπρωξα το κρεβάτι πίσω στην θέση του και είδα ότι πέρα πό το σεντόνι και το στρώμα είχε τα χάλια του. Ευτυχώς, το δωμάτιο είχε δύο κρεβάτια, θα κοιμόμασταν αγκαλιά στο δεύτερο που είχε μείνει απείραχτο. Το ξανασκέφτηκα. Μαζί μ' αυτήν την μαινάδα στο ίδιο κρεβάτι; Την στιγμή εκείνη, μπήκε στο δωμάτιο, τυλιγμένη με μιά πετσέτα του ξενοδοχείου. Το βλέμμα της παρέμενε άγριο.

"Που είναι η βότκα μου; Άναψέ μου ένα τσιγάρο".

Ξάπλωσε στο κρεβάτι. Της πήγα την βότκα και το τσιγάρο και τότε γιά πρώτη φορά η αγριάδα στο πρόσωπό της έσπασε.

"Σ' ευχαριστώ", μου είπε.

Κρατηθήκαμε σε απόσταση. Δεν την ακούμπησα, δεν με ακούμπησε. Μπήκα στο μπάνιο γιά να πλυθώ. Η μπανιέρα ήταν υπέροχα μεγάλη. Την γέμισα και μπήκα μέσα. Δεν είχα βολευτεί καλά καλά μέσα στο νερό, όταν άνοιξε η πόρτα και μπήκε μέσα. Με κοίταξε, έκανε να πλησιάσει αλλά κρατήθηκε. Κάθισε στην λεκάνη γιά να κάνει την ανάγκη της. Το λαμπερό βλέμμα της ευτυχισμένης, χορτάτης ερωτικά γυναίκας που έβλεπα μέχρι πριν από μερικές ώρες είχε χαθεί από το πρόσωπό της. Ήταν πλέον σκοτεινή, άγρια.

"Να πάμε να φάμε, πεινάω", μου είπε.

Δεν μου το ζήτησε, δεν το συζήτησε, δεν ήταν όμως και διαταγή.

"Ετοιμάσου, βγαίνω κι εγώ από το μπάνιο και πάμε". Βγήκε από το μπάνιο, βγήκα και γω σχεδόν από πίσω της. Ντυθήκαμε αμίλητοι, κατεβήκαμε στην ρεσεψιόν ν' αφήσουμε το κλειδί. Ο υπάλληλος που είχε βάρδια, μόλις μας είδε από μακρυά χαμογέλασε πονηρά γιά μιά στιγμή. Πήρε όμως πάλι το επαγγελματικό υφάκι και μας έκανε μία παρατήρηση.

"Θα σας παρακαλούσα να μην κάνετε τόση φασαρία. Μερικοί από τους ενοίκους μας διαμαρτυρήθηκαν και καταλαβαίνετε, βρίσκομαι σε πολύ δύσκολη θέση".

"Ώστε ακουστήκαμε;" ρώτησα, περισσότερο γιά να σπάσω την βαριά ατμόσφαιρα που υπήρχε ανάμεσα σε μένα και την Άρτεμη και λιγότερο γιατί ήθελα να συζητήσω τις ερωτικές μας περιπέτειες με τον πρώτο τυχόντα ρεσεπσιονίστα.

"Αν ακουστήκατε; Μέχρι κάτω στον δρόμο. Κάποιοι μάλιστα μου ζήτησαν να μπω στο δωμάτιο με το πασπαρτού γιά να δω τι συμβαίνει, αλλά εγώ σας είχα δει από την ώρα που ήρθατε, ήμουν σίγουρος ότι δεν χρειαζόταν να ανακατευτώ".

Έκπληξη πάνω στην έκπληξη.

"Αν όμως επαναληφθεί είμαι αναγκασμένος να καλέσω την αστυνομία και να υποβάλω μήνυση γιά διατάραξη κοινής ησυχίας. Λυπάμαι, είναι ο κανονισμός του ξενοδοχείου".

"Καλά σ' ευχαριστώ", του απάντησα, άφησα το κλειδί, άφησα και ένα μπουρμπουάρ και βγήκαμε στον δρόμο.

Ένοιωθα τα βλέμματα των περαστικών να σκαλώνουν πάνω μας και να μας λένε "ξέρουμε τι κάνετε μεταξύ σας εσείς οι δύο". Προσπαθούσα να τ' αποφύγω.

Πήραμε το αυτοκίνητο, και καταλήξαμε μετά από οδήγημα στην τύχη μιάς περίπου ώρας, σε ένα συμπαθητικό, ήσυχο παραθαλάσσιο χωριό. Βρήκαμε μιά ταβέρνα, καθίσαμε. Ο ταβερνιάρης, ένας χαρούμενος πενηνταπεντάρης τύπος με το μουστάκι του, την κοιλίτσα του, είχε όρεξη γιά κουβέντα. Καθίστε παιδιά, τι θα πάρουν τα παιδιά, από που είστε παιδιά και άλλα παρόμοια. Οι απαντήσεις μας έδειχναν πως δεν είχαμε διάθεση γιά πολλά πολλά. Μας έφερε λοιπόν τα πράγματα που είχαμε παραγγείλει και μας άφησε στην ησυχία μας. Φάγαμε αμίλητοι. Όταν τελειώσαμε, μίλησε πρώτα αυτή.

"Υπερβήκαμε τα όρια. Φοβάμαι".

"Τι φοβάσαι, τα σχόλια του κόσμου;"

"Αλέξανδρε, άσε τις εξυπνάδες, σου μιλάω σοβαρά".

"Το ξέρω πως είναι σοβαρά τα πράγματα, γι' αυτό προσπαθώ να ελαφρώσω την ατμόσφαιρα".

"Δεν είναι αυτή λύση. Αυτό που έγινε το απόγευμα, δεν μου έχει ξανατύχει". Γι' αυτό ήμουν σίγουρος.

"Όταν σε πέταξα από πάνω μου και σε είδα πεσμένο στο πάτωμα, θέλησα να σου ορμήξω και να σου κόψω τον πούτσο με τα δόντια μου".

Ανατρίχιασα.

"Κρατήθηκα την τελευταία στιγμή και έκανα ασκήσεις ελέγχου γιά να ηρεμήσω. Οργασμούς στην ζωή μου έχω γνωρίσει αρκετούς, τέτοιο πράγμα όμως ποτέ. Ξύπνησε μέσα μου το ζώο και δεν είμαι σίγουρη γιά το εάν μπορώ να το ελέγξω".

Μικρή διακοπή.

"Και σε παρακαλώ μην σκέφτεσαι όταν σου μιλάω τον Αρκά".

Πως διάολο το κατάλαβε;

"Καταλαβαίνω πολύ καλά τι σκέφτεσαι την κάθε στιγμή. Νομίζεις πως δεν ένοιωσα τις ενοχές σου, όταν βγήκαμε από το ξενοδοχείο;"

Τσατίστηκα.

"Σταμάτα να μου λες αυτά που σκέφτομαι. Έχω στόμα, μπορώ να μιλήσω και αν ποτέ χρειαστώ μέντιουμ να είσαι σίγουρη πως θα σε προτιμήσω. Κι εγώ ένοιωσα πρωτόγνωρα σήμερα το απόγευμα, αλλά δεν με φοβίζει αυτό. Είναι αλήθεια πως όταν σε είδα στημένη στα τέσσερα να μου λες να μην πλησιάσω, σε φοβήθηκα. Μέχρις εκεί όμως. Θέλω να ζήσω μαζί σου, κανένα κερατά δεν έχουμε ανάγκη, θα μπορέσουμε να ελέγξουμε τα ένστικτά μας. Εδώ υπάρχουν ζευγάρια που δεν έχει δει ο ένας τι χρώμα έχει το σπέρμα του άλλου, κι εμείς αντί να είμαστε ευτυχισμένοι που είμαστε μαζί, αντί να χαίρεσαι που απαλλάχτηκες από μιά διεστραμένη τσούλα καθόμαστε και γενάμε προβλήματα;"

Όπως πάντα, ήμουν γιά μία ακόμη φορά στην ζωή μου αθεράπευτα αισιόδοξος. Είχα πει κάμποσα, το κερασάκι όμως ήταν στο θέλω να μείνουμε μαζί. Κάθε σχεδόν γυναίκα ξανασκέφτεται ότι έχει στο μυαλό της όταν ένας άντρας της προτείνει γάμο, αρραβώνα, συγκατοίκηση ή κάτι ανάλογο που να υποδηλώνει την συνεχή παρουσία και στήριξη από την πλευρά του. Η κουβέντα βέβαια ειπώθηκε πάνω στην ροή του λόγου, χωρίς προηγούμενη σκέψη, αλλά εξέφραζε απόλυτα αυτό που ήθελα. Ένοιωσα ευτυχισμένος που έστω και με αυτό τον πλάγιο τρόπο πρότεινα σ' αυτή την υπέροχη από κάθε άποψη γυναίκα να μείνουμε μαζί. Γιά πόσο καιρό άραγε; Αυτό δεν είχε καμία απολύτως σημασία εκείνη την στιγμή. Την είδα να χαλαρώνει και να μου χαμογελά. Χάιδεψα το χέρι της, άναψα ένα τσιγάρο και της το έδωσα, άναψα ένα και γιά μένα. Το κρασί είχε τελειώσει, έκανα νόημα στον ταβερνιάρη να μας φέρει κι άλλο. Ήρθε μετά από λίγο, έφερε το κρασί, "αυτό κερασμένο από το μαγαζί", μας είπε. Απορήσαμε.

"Σ' ευχαριστούμε, φέρε ένα ποτήρι να πιείς μαζί μας." Πετάχτηκε μέχρι το μαγαζί, γύρισε μ' ένα ποτήρι, το γέμισα, τσουγκρίσαμε και μας ευχήθηκε.

"Καλή δύναμη παιδιά και πάντα να είστε μονοιασμένοι, όπως είστε τώρα".

"Νάσαι καλά", του απάντησα.

Η Άρτεμις όμως συνέχισε, κάτι δεν της άρεσε στην ευχή που μας έδωσε.

"Τι ακριβώς εννοείτε;"

"Κοπέλα μου, όταν καθίσατε εδώ, ήσασταν τα μαύρα σας τα χάλια. Δεν είχατε μαλώσει, αυτό είναι σίγουρο, αγαπιόσαστε, όμως κάτι πολύ βαθύ σας έτρωγε. Δεν το ξεπεράσατε, βρήκατε όμως πάλι το θάρρος και την εμπιστοσύνη στον εαυτό σας κι αυτό είναι το πιό σπουδαίο απ' όλα."

Τι στα κομμάτια σκέφτηκα, απόψε είναι η νύχτα των μαγισσών;. Η Άρτεμη που λέει αυτά που σκέφτομαι, ο ταβερνιάρης από δω μας ξέρει σαν κάλπικη λίρα, μήπως πρέπει να πάρω κι εγώ μιά κρυστάλλινη σφαίρα και ν' αρχίσω να βλέπω το μέλλον; Το σίγουρο πάντως ήταν πως είχαμε ανάγκη από ζεστή ανθρώπινη παρουσία και οι δύο μας, γι' αυτό συνεχίσαμε την κουβέντα μαζί του. Αυτός, άλλο που δεν ήθελε. Άφησε την γυναίκα και τα παιδιά του να ασχολούνται με τους πελάτες, πήγε στην κουζίνα και έφερε μεζέδες από το σπίτι, και άρχισε να μας λέει ιστορίες. Πως βγήκε μιά φορά από το σπίτι του γιά τσιγάρα και γύρισε μετά από πέντε χρόνια, πως έριξε τα μπετά του μαγαζιού του παράνομα μιά νύχτα εκλογών και άλλα παρόμοια. Με τούτα και με κείνα, ήπιαμε οι τρεις μας δυόμιση κιλά κρασί. Εμείς είχαμε χαλαρώσει εντελώς, ο τύπος χαιρόταν που είχε βρει τόσο καλούς ακροατές γιά να πει τις ιστορίες του. Μιλούσα στην γυναίκα μου με τα μάτια και πάλι, μου μιλούσε κι αυτή με τον ίδιο τρόπο, ένοιωθα ευτυχισμένος. Σε κάποια στιγμή, ο φίλος μας μας ρώτησε πόσο καιρό ήμασταν μαζί.

"Εσύ πόσο λες;" τον ρώτησε η Άρτεμις.

"Γύρω στον ένα χρόνο. Γνωρίζετε ο ένας τον άλλο, είστε ακόμη πάνω στα ντουζένια σας, βέρες δεν φοράτε."

"Κι αν σου λέγαμε πως γνωριζόμαστε μόλις δυό μέρες, τι θα έλεγες;"

"Αποκλείεται", απάντησε.

Μας κοίταξε όμως με προσοχή και κατάλαβε πως δεν λέγαμε ψέματα. Μαζεύτηκε, έγινε ξαφνικά επιφυλακτικός. Άναψε ένα τσιγάρο από το πακέτο μου.

"Παιδιά προσέξτε. Έρωτες σαν τον δικό σας δεν έχουν καλό τέλος", μας είπε.

Βρήκε δικαιολογία μιά παρέα που έφευγε, "Συγνώμη να κάνω τον λογαριασμό", μας είπε και δεν ξανακάθησε μαζί μας. Μείναμε βουβοί. Λίγη ώρα αργότερα, ζητήσαμε τον λογαριασμό. Ήρθε, έκανε τον λογαριασμό, μας κέρασε τα κρασιά, πληρώσαμε. Καθώς φεύγαμε, μας σταμάτησε, ζήτησε συγνώμη που μας εγκατέλειψε, μας φοβήθηκε λέει, και τέλος μας είπε.

"Παιδιά να προσέχετε. Αν θέλετε να μ' ακούσετε, προσέξτε πολύ. Πάρτε το από τώρα απόφαση πως δεν μπορείτε να μείνετε μαζί γιά πολύ καιρό. Βρείτε την δύναμη να χωρίσετε νωρίς, αν θέλετε να ζήσετε. Διαφορετικά, ο Θεός να βάλει το χέρι του".

Μιά πέτρα πλάκωσε την ψυχή μου. Πρώτα ο Νίκος, μετά το ξέσπασμα της Άρτεμης, τώρα ο ταβερνιάρης. Με τι στον διάολο είχα, είχαμε, μπλέξει τελικά; Η απορία δεν ήταν μόνο δική μου. Την αγκάλιασα από τους ώμους και την φίλησα τρυφερά στο μάγουλο. Το είχε ανάγκη. Γύρισε, αγκαλιαστήκαμε και αρχίσαμε να φιλιόμαστε στην μέση του δρόμου. Δεν ήταν αυτό φιλί έρωτα, ήταν φιλί αγωνίας, ανάγκης συμπαράστασης από τον άλλο. Κράτα με να σε κρατώ ν' ανεβούμε στο βουνό δηλαδή. Στην μέση περίπου της διαδρομής γιά την Χαλκίδα, της πρότεινα να αφήσουμε το ξενοδοχείο και να πάμε να μείνουμε στο σπίτι μου στην Αθήνα. Το δέχτηκε με ανακούφιση. Μαζέψαμε τα πράγματά μας, πληρώσαμε το ξενοδοχείο, μπήκαμε ξανά στ' αυτοκίνητο και μετά από μία ώρα ήμασταν στο σπίτι μου.

Οι φωτογραφίες είναι από το facebook και ανήκουν στην εκπληκτική Sandy Meyers


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου