Παρασκευή 20 Μαρτίου 2015

Άρτεμις, μέρος έβδομο: Στου Πέτρου

Δεν φημίζομαι γιά την νοικοκυραδοσύνη μου, η κατάσταση όμως που επικρατούσε στο σπίτι, ξεπερνούσε το αναμενόμενο από τον μέσο εργένη χάος. Και καλά έκανε δηλαδή, μιάς και σε τελευταία ανάλυση, δεν μπορώ να χαρακτηριστώ μέσος εργένης. Δεν θέλω γενικά να είμαι μέσος. Μέσος πολίτης, μέσος καταναλωτής. Περνώντας το πρωί από το σπίτι, η Άρτεμη δεν το είχε δει. Είχε προτιμήσει να μείνει στο αυτοκίνητο, όση ώρα χρειάστηκα ν' αλλάξω ρούχα. Σχολίασε την κατάσταση που βρήκε μπροστά της.

"Σου χρειάζεται μιά νοικοκυρά".

"Δεν χρειάζομαι νοικοκυρές, μιά γυναίκα θέλω. Μιά γυναίκα απλώς γυναίκα".

"Πρόσεξε, είναι σπάνιες, αξίζουν δεκάδες δορκάδων", απάντησε.

Με εξέπληξε γιά ακόμη φορά. Η διάθεσή της είχε φτιάξει. Το ίδιο και η δική μου. Φαίνεται πως ο κρύος νυχτερινός αέρας στην εθνική έκανε και στους δυό μας καλό. Ήταν περασμένες δύο, κανείς μας όμως δεν νύσταζε. Να πέσουμε στο κρεβάτι, ήταν κάτι που το φοβόμασταν και οι δύο.

"Βάλε μου σε παρακαλώ μία βότκα", μου είπε.

"Γιά λόγους αυτοσυντήρησης αγαπητή μου, στο σπίτι αυτό δεν υπάρχει καθόλου αλκοόλ. Αν θέλουμε να πιούμε, πρέπει να πάμε σε κανένα μπαρ", της απάντησα.

Η ιδέα της άρεσε, πήγαμε λοιπόν στου Τάσου. Εκεί βρήκαμε τον Πέτρο τον φίλο μου με την γυναίκα του την Λένα. Καθίσαμε μαζί τους. Γίναν οι απαραίτητες συστάσεις, έπεσαν τα σχετικά σχόλια, τι δουλεία έχεις εσύ ρε λεχρίτη με μιά τέτοια κυρία, πέρασε λίγο η ώρα, μείναμε μόνοι μας στο μαγαζί. Ήρθε και κάθισε μαζί μας και ο Τάσος, αρχίσαμε να συζητάμε και να εκφέρουμε όλοι γνώμη γιά όλα, λύσαμε τα προβλήματα της Ελλάδας, της Ευρώπης, περάσαμε ένα χέρι και τα προβλήματα της Λατινικής Αμερικής. Όσο κρατούσε όλη αυτή η κουβέντα, πρόσεχα όσα έλεγε και τον τρόπο που τα έλεγε. Σεβόταν τον συνομιλητή της, τα πράγματα γιά τα οποία εξέφραζε γνώμη φαινόταν να τα γνωρίζει, πολύς κόσμος στο τραπέζι βρέθηκε σε αμηχανία όταν με διακριτικό ομολογουμένως τρόπο του απεδείκνυε ότι έλεγε αρλούμπες. Μόνον εμένα δεν έβαλε στην θέση μου όταν έχοντας παρασυρθεί από την δυναμική της κουβέντας, άρχισα να λέω σαχλαμάρες γιά τον Διονύσιο εκ Φουρνά. Με κοίταξε μόνο, χαμογέλασε και δεν είπε τίποτα. Όλη αυτή την ώρα την κρατούσα από την μέση, όταν η ένταση της κουβέντας ανέβαινε, την έσφιγγα. Αυτή, ακουμπούσε απαλά το χέρι της στο πόδι μου. Μας βρήκε τελικά το ξημέρωμα. Ο Τάσος ήταν πεθαμένος από την κούραση. Αποφασίσαμε να φύγουμε, γιά να τον αφήσουμε να πάει γιά ύπνο. Η Λένα πρότεινε να πάμε στο σπίτι τους γιά καφέ και κρουασάν. Μένουν πολύ κοντά στο μπαρ, έτσι πήγαμε με τα πόδια. Στον δρόμο, οι γυναίκες άρχισαν να προχωρούν μπροστά, εγώ με το Πέτρο μείναμε λίγο πιό πίσω. Ο Πέτρος άρχισε τα δικά του. Ρε συ, που την καμάκωσες αυτή, πότε έγινε το κακό, πως τα κατάφερες ρε θηρίο και άλλα τέτοια. Απαντούσα σε ανάλογο τόνο, μα μέσα μου ένοιωθα ανακουφισμένος. Επιτέλους, ένας φυσιολογικός άνθρωπος. Δεν είχε υπερφυσικές δυνάμεις, δεν είχε μαντέψει τίποτα το φοβερό, έβλεπε αυτό που του έδειχναν τα μάτια του και τίποτα παραπάνω.

Φτάσαμε στο σπίτι, καθίσαμε στο μπαλκόνι, ήρθαν οι καφέδες και τα κρουασάν. Την είδα να φέρνει το φλιτζάνι της κοντά στο στόμα, να μυρίζει τον καφέ, να κλείνει τα μάτια και να ρουφά την πρώτη γουλιά. Δεν κρατήθηκα, την πλησίασα, πήρα το φλιτζάνι από τα χέρια της, την φίλησα και της είπα "Καλημέρα". Μου απάντησε "Καλημέρα". Ξαφνικά, όλοι οι φόβοι, οι ανασφάλειες, τα κακά προμηνύματα των διαφόρων πήγαν περίπατο. Πέθαναν και πήγαν να βρούνε την νύχτα που είχε ξεψυχήσει πριν από λίγο. Ο ήλιος είχε βγει γιά τα καλά, τον χαιρετίσαμε με την καρδιά μας, μας χαιρέτησε κι αυτός. Ο Πέτρος βγήκε στο μπαλκόνι εκείνη την στιγμή, μας είδε και περιορίστηκε να πει "Άδικα έφερα το μέλι". Προσγειωθήκαμε στην πραγματικότητα. Ήμασταν με φίλους, η διάθεση όλων μας ήταν περίφημη, αρχίσαμε να λέμε ανέκδοτα. Κατά τις οκτώ το πρωϊ, η οικοδέσποινα μας αποχαιρέτησε και πήγε γιά ύπνο. Όλοι μας τον χρειαζόμαστε. Σηκωθήκαμε να φύγουμε. Ο Πέτρος δεν ήθελε ούτε ν' ακούσει κάτι τέτοιο. "Που να τρέχετε τώρα, πηγαίντε στον ξενώνα να ξαπλώσετε μιά δυό ωρίτσες και μετά φεύγετε", μας είπε. "Είναι μακρυά από την δική μας την κρεβατοκάμαρα, δεν θα σας ενοχλήσουμε", συμπλήρωσε και στο πρόσωπό του γράφτηκε ένα πονηρό χαμόγελο. Έφερε σεντόνια και μαξιλάρια, ετοίμασε το δωμάτιο και μας άφησε. Ξεντυθήκαμε, ξαπλώσαμε και την πήρα αγκαλιά. "Κράτα με σε παρακαλώ, μην με αφήσεις ποτέ", μου είπε. "Μην φοβάσαι αγάπη μου, τώρα είμαστε μαζί", της απάντησα. Κοιμηθήκαμε σχεδόν αμέσως.

Όταν ξύπνησα, ήμουν μόνος στο κρεβάτι. Φοβήθηκα πως όλα αυτά ήταν μόνο ένα όνειρο. Κοίταξα το δωμάτιο, κατάλαβα πως ήμουν στο σπίτι του Πέτρου, ήρθε η καρδιά στην θέση της. Ντύθηκα και βγήκα έξω. Κάθονταν και οι τρεις τους στο μπαλκόνι και έπιναν καφέ. Ο Πέτρος ανάλυε το αγαπημένο του θέμα. Καλοκαιρινές διακοπές. Μόλις με είδε, τα μάτια της άστραψαν. Σηκώθηκε, έφερε από την κουζίνα ένα φλιτζάνι, είχε μάθει όλα τα κατατόπια του σπιτιού και είχε πάρει από τους οικοδεσπότες την άδεια να κινείται ελεύθερα μέσα σ' αυτό, μου έβαλε καφέ, ζάχαρη, την σωστή ποσότητα, και μου τον έδωσε κοιτάζοντάς με στα μάτια. Ένοιωσα πως δεν μου προσέφερε απλώς ένα φλιτζάνι καφέ, μου προσέφερε την ψυχή της. Τα δάχτυλά μου κάηκαν, και δεν έφταιγε η θερμοκρασία του καφέ γι' αυτό. Ο Πέτρος, ενοχλημένος από το γεγονός ότι η έξοδός μου στο μπαλκόνι είχε αποσπάσει την προσοχή του ακροατηρίου του, σχολίασε "Ούτε η άγια μετάληψη να ήταν". "Που το ξέρεις ότι δεν ήταν;", του απάντησε η Άρτεμις. Γιά να μην αφήσω να δημιουργηθεί ένταση, ανακατεύτηκα στην κουβέντα και είπα. "Δεν ξέρω γιά το αίμα του κυρίου, το σώμα του όμως το προτιμώ με σοκολάτα", και πήρα ένα κρουασάν από το τραπέζι. Γελάσαμε όλοι, ο Πέτρος πάλι ξαναβρήκε το νήμα της διήγησής του. Ήπια την πρώτη γουλιά καφέ. Αισθάνθηκα πως είχε ελαφρότατα αλμυρή γέυση. "Τούτο εστί το αίμα μου..." Αλέξανδρε σοβαρέψου, είπα στον εαυτό μου. Την κοίταξα. Τα μάτια της μου είπαν πως είχα ήμουν πολύ σοβαρός και πως δεν ήταν καθόλου αστείο αυτό που σκέφτηκα. "Θέλεις να ζήσουμε μαζί;" την ρώτησα με τα μάτια. Μου απάντησε "Θέλω". "Με αρραβωνίζεσαι αυτή την στιγμή;", την ξαναρώτησα "Ναι", μου απάντησε. Έσκυψα και την φίλησα την στιγμή που ο Πέτρος περιέγραφε πως πέρασαν πριν από χρόνια ένα μεγάλο κομμάτι του Ε4 με τα πόδια. Σταμάτησε την κουβέντα του. Γύρισα κοίταξα τους φίλους μας και τους είπα "μόλις αραβωνιαστήκαμε". "Τι;" "Μόλις αρραβωνιαστήκαμε. Έκανα πρόταση στην Άρτεμη, την δέχτηκε, τελείωσε. Ευχυθήτε μας καλούς απογόνους". Πήγαν και οι δυό τους να γελάσουν, μα είδαν πως σοβαρολογούσαμε. "Άντε παιδιά, να ζήσετε", είπε η Λένα. Αυτή την γυναίκα είναι πραγματικά δύσκολο να την αιφνιδιάσεις. Ο Πέτρος το πίστευε δεν το πίστευε, στο τέλος τον έπιασαν τα γέλια, σηκώθηκε με αγκάλιασε, με φίλησε και μου είπε "Από ένα σαλταδόρο σαν κι εσένα, κάτι τέτοιο έπρεπε να περιμένω. Άντε βρε να ζήσετε". Φίλησε και την Άρτεμη, της είπε "πρόσεχέ τον, είναι λιγάκι παλαβός αλλά καλό παιδί".

Να το γιορτάσουμε! Η κραυγή ήταν του Πέτρου. Πάντα βρίσκει αυτός ο άνθρωπος μιά ευκαιρία γιά να στήσει ένα τσιμπούσι. Τώρα, η ευκαιρία ήταν μεγάλη, δεν υπήρχε περίπτωση να μην στηθεί γλέντι. "Θα το κάψουμε. Εγώ μπαίνω κουμπάρος. Άλεξ, πάμε να πάρουμε κρασί. Λένα, κοίτα στο μεταξύ τι μπορούμε να ετοιμάσουμε"."Γιά χάρη σου κοπέλα μου, θα σφάξουμε τον μόσχο τον σιτευτό", είπε απευθυνόμενος στην Άρτεμη. Είχε ανεβάσει στροφές, δεν τον σταματούσε πλέον τίποτα. Ξεκινήσαμε γιά την κάβα της γειτονιάς. Κάτι ήθελε να μου πει ο φίλος, δεν πηγαίναμε παρέα μόνο και μόνο γιά να κουβαλήσουμε δυό μπουκάλια κρασί.

"Τι δουλειά κάνει η Άρτεμη", με ρώτησε.

"Είναι αρχιτεκτόνισσα", του απάντησα.

"Το ξέρεις πως είναι λεσβία;" Αυτός ο άνθρωπος είναι όλο εκπλήξεις.

"Εγώ το ξέρω, εσύ που το ξέρεις ρε απατεώνα;"

"Όταν είχα την κάβα, θυμάσαι, είχα πάρε δώσε μ' ένα gay bar στο Θησείο. Αυτή είχε κάνει την εσωτερική διακόσμηση. Την είχα πετύχει μιά δυό φορές που πήγα γιά δουλειά μαζί με την φιλενάδα της, μιά γυμνάστρια σκέτο κτήνος, να δεις πως την έλεγαν..."

"Στέλλα", του απάντησα.

"Σωστά. Άρα ξέρεις τι παίζεται".

"Ξέρω και σε βεβαιώνω ότι το κεφάλαιο Στέλλα έληξε". "Αλλά δεν μου λες", συνέχισα "αφού τα ήξερες όλα αυτά γιατί δεν είπες τίποτα χθες το βράδυ και γιατί σήμερα αποφάσισες να το παίξεις κουμπάρος;"

"Χθες δεν είχα ιδέα γιά το ποιά είναι. Κάτι μου θύμιζε, κάπου την είχα ξαναδεί αλλά δεν ήμουν σίγουρος. Πριν ξυπνήσεις, με βοήθησε να σερβίρουμε τους καφέδες. Όση ώρα περίμενε να τους ετοιμάσω, καθόταν στο πάσο της κουζίνας όπως ακριβώς καθόταν και στο μπαρ. Τότε την θυμήθηκα. Όταν μου είπες τι δουλειά κάνει, σιγουρεύτηκα. Τώρα, όσο γιά το κουμπαριλίκι, σιγά μην παντρευτείτε".

"Γιατί ρε φίλε;"

"Τους μεγάλους έρωτες της ζωής μας δεν τους παντρευόμαστε. Τους βιώνουμε, ξεθωριάζουν και πάμε καλιά μας"

"Και που το ξέρεις ότι πρόκειται γιά τον μεγάλο έρωτα της ζωής μας;"

"Δεν αρραβωνιάζεσαι δυό μέρες μετά την γνωριμία σου με την άλλη".

"Αυτό σημαίνει πως σύντομα θα παντρευτούμε".

"Τίποτα δεν σημαίνει. Σημαίνει πως αυτό που υπάρχει μεταξύ σας είναι πάρα πολύ δυνατό. Εδώ που τα λέμε, δεν είναι και λίγο πράγμα να κοιμάσαι το ένα βράδυ λεσβία και να ξυπνάς το άλλο πρωί φυσιολογική. Ο άνθρωπος που καθοδηγεί αυτή την μεταμόρφωση, δεν μπορεί να είναι τυχαίος. Είναι ορόσημο στην ζωή σου. Είσαι πολύ μεγάλος γιά να σε δεχτεί γιά απλό σύντροφο της ζωής της. Να το θυμάσαι, δεν θα είσαι ο τελευταίος άντρας της. Όταν περάσει ο καιρός και ξεθυμάνετε, θα χωρίσετε. Αυτή θα βρει έναν καλό, συνηθισμένο κύριο που δεν θα έχει όρεξη γιά περιπέτειες και θα ζήσει μαζί του. Θα είσαι ορόσημο στην ζωή της, αλλά φίλε τα ορόσημα τελικά ανήκουν στο παρελθόν".

"Γιά στάσου κύριε παντογνώστη, γιατί δεν τα ξέρεις όλα. Το ξέρεις πως δεν είναι ανάγκη να μιλάμε μεταξύ μας, αλλά επικοινωνούμε με το βλέμμα μας;"

"Το ξέρω, από χθές το βράδυ το βλέπω να συμβαίνει συνεχώς και δεν σου κρύβω πως σας θαυμάζω. Όμως το γεγονός αυτό ενισχύει την άποψή μου. Ζείτε και οι δυό σας κάτι πολύ δυνατό αυτή την στιγμή. Πως θα νιώσετε όταν αυτό το πράγμα πάψει να συμβαίνει μετά από καιρό;"

"Δεν θα αφήσουμε να γίνει κάτι τέτοιο".

"Όπως δεν το προκαλέσατε, αλλά απλώς σας προέκυψε, έτσι δεν μπορείτε να το συντηρήσετε επ' άπειρον. Κι όταν τελειώσει αυτό, η σχέση σας θα έχει ξεθυμάνει".

"Και η Στέλλα ήταν ορόσημο στην ζωή της. Δηλαδή, δεν είμαι τίποτα περισσότερο από ένα υποκατάστατο της Στέλλας;"

"Δεν είσαι υποκατάστατο, είσαι ο άντρας μετά από την Στέλλα. Είσαι θετικό ορόσημο, αυτή ήταν πιθανότατα αρνητικό. Αλλά όπως και νάχει το πράγμα εσύ τι ζόρι τραβάς; Ζήσε μαζί της όσο καιρό είναι να ζήσετε μαζί, μην τον δηλητηριάσεις με υπαρξιακές ανασφάλειες, βάλτην να σου φτιάξει και το σπίτι που έχει τα χάλια του, την δουλειά της την ξέρει καλά το μπαρ ήταν τέλειο, και όταν χωρίσετε μετά από καιρό, θα έχεις μιά δυνατή ιστορία να θυμάσαι. Εσείς οι δύο έχετε ημερομηνία λήξεως, αλλά αυτό δεν πρέπει να αμαυρώσει την κοινή σας ζωή".

Έπρεπε να παραδεχτώ πως οι συλλογισμοί του ήταν σωστοί. Φτάσαμε στην κάβα, πήραμε τα κρασιά, σαν κουμπάρος, μου είπε γελώντας, θα μου επιτρέψεις να τα πληρώσω εγώ, ξεκινήσαμε γιά το σπίτι.

Οι γυναίκες στο σπίτι είχαν αρχίσει να οργανώνονται. Ετοίμαζαν μεζεδάκια, ανακατεύτηκε και ο Πέτρος στην κουζίνα, πάντα του άρεσε να μαγειρεύει, έμεινα μόνος στο μπαλκόνι. Όχι γιά πολύ. Ήρθε κρατώντας δυό ποτήρια με κρασί.

"Με έδιωξαν από την κουζίνα, δεν επιτρέπεται λέει το τιμώμενο πρόσωπο να ανακατεύεται με μαγειρέματα".

"Καλώς την, της είπα".

Την ώρα που πίναμε το κρασί μας, ο ήλιος την χτύπησε στο πρόσωπο. Έλαμψε. Ένοιωσα τον πόθο να ξυπνάει μέσα μου. Σηκώθηκα και πήγα σε μιά γωνιά του μπαλκονιού, μακρυά από την κουζίνα. Της έγνεψα να έρθει κι αυτή. Την έβαλα να ακουμπήσει στο τσιμεντένιο στηθαίο, στήθηκα από πίσω της και άρχισα να την χαϊδεύω στο στήθος και την κοιλιά. Το μπαλκόνι στο σημείο εκείνο είναι πνιγμένο στα αναρριχητικά, κανείς δεν μας έβλεπε από τις διπλανές πολυκατοικίες. Σήκωσα την φούστα της, κατέβασα το σλιπάκι της, την έβαλα να σκύψει λίγο και μπήκα μέσα της.

"Τι κάνεις εκεί, θα μας δούνε", πρόλαβε να πει.

Κινήσεις αργές, προσεκτικές. Δεν έπρεπε να φωνάξει, δεν έπρεπε να μας πάρουν χαμπάρι. Ήθελα να επιτείνω τον ρυθμό μου. Δεν το έκανα. Αντί γι' αυτό, την κρατούσα από την λεκάνη και την έσφιγγα όλο και πιό πολύ. Δεν έβγαινε ήχος από τα χείλη της. Καμιά φορά, ακουμπούσα πάνω στην περικοκλάδα που ακουγόταν να τρίζει σαν να την φύσαγε ο αέρας. Η σιωπή ήταν ο σύμμαχός μας. Κρατούσε το στηθαίο και τα κότσια στα χέρια της είχαν ασπρίσει από την δύναμη που έβαζε. Έφτασε στην κορυφή, τραντάχτηκε, δεν φώναξε, φάνηκε μόνο σαν να ρουφούσε την αναπνοή της. Σταμάτησα, τραβήχτηκα. Της φόρεσα πάλι το σλιπάκι, κούμπωσα με δυσκολία το παντελόνι μου, πέρασα απαλά το χέρι μου γύρω από τον λαιμό της και την βοήθησα να σηκωθεί. Την γύρισα και την κοίταξα στο πρόσωπο.

"Δεν το πιστεύω αυτό που έγινε", μου είπε.

"Αυτά παθαίνεις όταν αφήνεις τον ήλιο να σου χαϊδεύει το πρόσωπο".

"Με αυτό τι θα κάνεις;" με ρώτησε καθώς με χούφτωνε.

"Θα το τακτοποιήσουμε στο μέλλον", της είπα.

"Πρέπει να πάω στο μπάνιο", είπε τρέχοντας σχεδόν προς την μπαλκονόπορτα.

Γύρισα στην καρέκλα μου, άναψα τσιγάρο και προσπάθησα να ηρεμήσω. Μετά από ένα λεπτό, τα πράγματα είχαν επανέλθει στο φυσιολογικό τους.

Ο Πέτρος άρχισε να φέρνει τους πρώτους μεζέδες στο τραπέζι. Φορούσε στο πρόσωπο το πονηρότερό του χαμόγελο.

"Τι της έκανες βρε κτήνος της γυναίκας; Ήρθε στην κουζίνα, και μας δήλωσε ορθά κοφτά πως δεν ξανακάθεται μόνη στο μπαλκόνι παρέα με ένα σάτυρο".

"Δεν φταίω εγώ αν ο ήλιος την χτυπά στο πρόσωπο και με τυφλώνει".

Δεν επέμεινε παραπάνω.

"Είσαι ένας εσύ...", περιορίστηκε να πει.

"Έρχομαι μέσα να βοηθήσω", είπα.

Σηκώθηκα, μπήκα στην κουζίνα. Με το που με είδε, μου έστειλε ένα φιλί. Πήγα να την πλησιάσω, "μείνε μακρυά μου, είσαι επικίνδυνος", είπε.

"Δεν πάτε μέχρι τον ξενώνα να λύσετε τις διαφορές σας;" σχολίασε η Λένα. Πάντα πρακτική αυτή η γυναίκα. Και περίφημη μαγείρισσα. Η κουζίνα μοσχομύριζε από τις λιχουδιές που είχε ετοιμάσει. Πήρα δυό έτοιμα πιάτα, πήγα να βγω έξω.

"Δεν θα με φιλήσεις;", ρώτησε. "Έτσι είσαστε όλοι σας, μέχρι να πάρετε αυτό που θέλετε από τις αθώες και άπραγες κοπέλες, είσαστε όλο γλυκές. Μετά, τις πετάτε στον δρόμο σαν μεταχειρισμένα χαρτομάντιλα".

Μέχρι να τελειώσει την φράση της, ήμουν δίπλα της, και είχα αφήσει τα πιάτα στον νεροχύτη. Την άρπαξα από την μέση, τα χέρια μου απόλαυσαν την αίσθηση του γεροδεμένου της κορμιού. Την φίλησα με δύναμη στο στόμα. Παρατράβηξε το φιλί, ο Πέτρος μας έδωσε να καταλάβουμε πως δεν ήμασταν μόνοι σε κείνο το σπίτι.

"Παιδιά, να φάμε καμιά φορά". Χωρίσαμε.

"Παραπονιέσαι, αλλά τα τραβάει και σένα ο οργανισμός σου", της είπε. Όλοι μαζί βάλαμε τα γέλια.

Ετοιμάσαμε το τραπέζι, καθίσαμε, αρχίσαμε να τρώμε και να πίνουμε. Σε κάποια στιγμή σταμάτησα, και κοίταξα τον ορίζοντα που φαινόταν ανάμεσα από τις πολυκατοικίες.

"Τι έχεις;", με ρώτησε.

"Τίποτα, είμαι ευτυχισμένος".

"Κι εγώ το ίδιο".

"Αύριο όμως είναι εργάσιμη μέρα".

"Δεν πειράζει, κάποτε πρέπει να πας στην δουλειά σου, έτσι δεν είναι;"

"Εσύ τι θα κάνεις αύριο;"

"Λέω να πάω από το γραφείο να δω αν υπάρχει καμιά εκκρεμότητα. Μπορεί να ξεκινήσω και μιά άδεια που μου έχει ζητήσει η αδελφή μου να της βγάλω γιά το εξοχικό που θέλει να χτίσει".

Κατάθλιψη. Μετά τις τρεις ημέρες που συγκλόνισαν τον κόσμο, η καθημερινότητα άρχισε να ρίχνει βαριά την σκιά της πάνω μας. Μας φαντάστηκα λίγο καιρό μετά. Γυρίζω από την δουλειά,

"πως πέρασες σήμερα αγάπη μου;"

"Καλά, μόνο που είχαμε μιά κόντρα γιά την καινούργια δουλειά".

Αυτό συνήθως μεταφράζεται σε έγινε της πουτάνας πάλι σήμερα, άλλα τους έλεγα και άλλα καταλάβαιναν, αλλά μην ανησυχείς, η πουτάνα, η κόντρα δηλαδή, βρίσκεται υπό έλεγχο. Φρίκη.

"Ρε συ Άλεξ, ο Μανώλης τι γίνεται;" με ρώτησε ο Πέτρος.

Ο Μανώλης είναι ένας ξάδελφός μου που μένει στα Χανιά και ο Πέτρος τον έχει συναντήσει μερικές φορές. Μάλιστα, ένα καλοκαίρι που περνούσαν από την πόλη, τους είχε φιλοξενήσει στο σπίτι του ένα βράδυ. Ελεύθερος, γυναικάς και οπαδός του αξιώματος μία στην καβάτζα και πάμε γι' άλλες. Που τον θυμήθηκε ξαφνικά, δεν μπόρεσα να καταλάβω.

"Καλά είναι, παραπονιέται τελευταία πως είναι μόνος του, αλλά στην πραγματικότητα απ' ότι ξέρω αυτή την στιγμή έχει σχέσεις με δύο γυναίκες, μία στα Χανιά και μία στο Ηράκλειο".

Μόλις είπα αυτή την φράση, μιά ιδέα γεννήθηκε στο μυαλό μου. Χανιά. Γιατί όχι; Κάτι μέρες άδεια είχα φυλάξει γιά τα Χριστούγεννα, δουλειά στο γραφείο αυτή την εποχή δεν είχαμε, στην ουσία δηλαδή κωλοβαράγαμε, η Άρτεμις ουσιαστικά δεν είχε καμία υποχρέωση, το τελευταίο αεροπλάνο έφευγε γύρω στις 11 το βράδυ, ήταν 5 το απόγευμα, λεφτά είχα, τι μας εμπόδιζε λοιπόν; Δεν το σκέφτηκα δεύτερη φορά. Τους άφησα στο τραπέζι, μπήκα μέσα στο σπίτι, τηλεφώνησα στην Ολυμπιακή. Δύο κρατήσεις γιά Χανιά γιά την πτήση των 11. Δεύτερο τηλέφωνο στον Μανώλη. Μόλις είχε ξυπνήσει από τον απογευματινό του ύπνο.

"Κατεβαίνω απόψε στα Χανιά με την πτήση των 11 μαζί με την καινούργια μου φιλενάδα", του είπα.

Έπεσε από τα σύννεφα. Καλά πως, που, πότε την γνώρισες, άρχισε να μου λέει.

"Αυτά, θα τα πούμε από κοντά. Αν μπορείς, θα ήθελα να μας κλείσεις ένα δωμάτιο σε κανένα καλό ξενώνα".

"Κοίτα, εγώ αύριο το μεσημέρι θα πάω στο Ηράκλειο. Γιατί δεν μένετε στο σπίτι μου;"

Καλή ιδέα, γιά μία ακόμη φορά το σπίτι του θα γνώριζε μέρες δόξας και μεγαλείου.

"Εντάξει, αλλά κλείσε μας ένα δωμάτιο γι απόψε".

"Εντάξει. Θα τα πούμε από κοντά. Θα έρθω να σας πάρω από το αεροδρόμιο".

Όλα τακτοποιημένα στην εντέλεια. Βγήκα πάλι έξω με το χαμόγελο του θριαμβευτή στο πρόσωπό μου. Όλοι κατάλαβαν πως κάτι είχα κάνει.

"Τι έκανες πάλι βρε απατεώνα;", με ρώτησε ο Πέτρος.

"Αγαπητοί μου φίλοι, γυναίκα της ζωής μου", άρχισα την βαρυσήμαντη ανακοίνωσή μου. "Όπως πολύ καλά θα ξέρετε, κανένας γάμος και καμία αρραβώνα δεν αναγνωρίζεται από την κοινωνία μας αν δεν συνοδεύεται από το ταξίδι του μέλιτος. Έτσι κι εγώ λοιπόν, μόλις οργάνωσα όχι το γαμήλιο ταξίδι, αλλά το ταξίδι των αρραβώνων μας. Φεύγουμε στις 11 το βράδυ με το αεροπλάνο γιά Χανιά".

"Είσαι τρελός", σχολίασε η Λένα.

"Συμφωνώ και προσυπογράφω", της απάντησα.

Ο Πέτρος δεν είπε τίποτα. Η Άρτεμη φαινόταν ενθουσιασμένη. Κάθισα πάλι δίπλα της. Μου έσφιξε το πόδι, όπως το Σάββατο το βράδυ που προσπερνούσα σαν τρελός τα άλλα αυτοκίνητα. Τελειώσαμε το φαγητό μας, μείναμε γιά λίγο ακόμη στο σπίτι των παιδιών και στην συνέχεια πήγαμε να ετοιμάσουμε τα πράγματά μας.

Περάσαμε πρώτα από το σπίτι της. Την βοήθησα να ετοιμάσει την βαλίτσα της. Όταν την κλείσαμε, με δυσκολία, είχε πάρει μαζί της σαν γνήσια εκπρόσωπος του φίλου της ρούχα γιά ένα ολόκληρο χρόνο, με ρώτησε.
"Να πάρουμε μαζί μας και μερικά από τα εργαλεία μου;"
"Πάρε ό,τι νομίζεις γλυκιά μου. Θα κάνουμε την πόλη άντρο ακολασίας και διαστροφής".
"Δεν θέλω να τα δεις, δεν πρέπει να ξέρεις τι σε περιμένει, βγες λοιπόν από το δωμάτιο κι άσε με να ετοιμάσω μία ακόμη βαλίτσα." Μόλις τελείωσε, με φώναξε, πήραμε τις βαρυφορτωμένες βαλίτσες και φύγαμε γιά το σπίτι μου. Η δικιά μου φτωχή συγκομιδή από ρούχα, αρκούσε γιά να γεμίσει ένα σακ βουαγιάζ. Αναρωτήθηκα αν είχαμε ξεχάσει τίποτα. Ναι. Έπρεπε να πάρω τηλέφωνο τον Νίκο. Αν μας τηλεφωνούσε τις επόμενες ημέρες και δεν έβρισκε κανένα από τους δυό μας σίγουρα θα ανησυχούσε. Του είπα τα τελευταία νέα, παραλείποντας βέβαια τα περί Στέλλας σχετικά. Δεν είπε τίποτα, τι να πει άλλωστε; Δεν ρωτούσα γνώμες, ανακοίνωνα αποφάσεις. Μας ευχήθηκε καλό ταξίδι, κλείσαμε το τηλέφωνο. Μου φάνηκε πως οι εξελίξεις δεν του άρεσαν. Δεν με ένοιαζε και πολύ. Άρεσαν σε μένα, άρεσαν στην Άρτεμη, οι υπόλοιποι θα έπρεπε απλώς να τις δεχτούν. Η ώρα είχε πάει εφτά το απόγευμα, μέναν τέσσερις ολόκληρες ώρες ως την απογείωση.
"Πάμε στο αεροδρόμιο να παρατηρούμε φάτσες και να τις σχολιάζουμε", πρότεινε η Άρτεμις.
"Κάθε φορά που βρίσκομαι στο αεροδρόμιο ή στο λιμάνι, μου αρέσει να κάθομαι και να παρατηρώ τα πρόσωπα των ανθρώπων που ταξιδεύουν".
Κατεβήκαμε στο αεροδρόμιο. Πήραμε από ένα καφέ, την αράξαμε έξω από την αίθουσα αναχωρήσεων και αρχίσαμε τα σχόλια. Αυτός είχε έρθει στην Αθήνα γιά να μπει σε νοσοκομείο, αυτή ήρθε να δει το παιδί της που είναι φοιτητής, κοίτα αυτό τον κωλόγερο, έφερε την γκομενίτσα του γιά ψώνια και άλλα παρόμοια. Μερικές φορές διαφωνούσαμε.
"Αυτός ο κύριος αύριο το πρωί έχει σημαντικό επαγγελματικό ραντεβού εκτός έδρας", έλεγα εγώ.
"Σαχλαμάρες. Είχε έρθει στην Αθήνα γιά να ψωνιστεί. Δεν βλέπεις την ενοχή στο βλέμμα του;"
"Αισθάνεται ενοχές γιατί αύριο το πρωί θα πρέπει να κοροϊδέψει τους συνεργάτες του"
"Αισθάνεται ενοχές γιατί τον παίρνει και δεν το φχαριστιέται"
"Είσαι διεστραμένη. Δεν είσαι η αθώα και άπραγη κοπέλα που μόλις πάρει από σένα ότι θέλει ο κακός επιβήτορας σε πετάει στον δρόμο σαν μεταχειρισμένο χαρτομάντιλο".
Επανέλαβα το καλαμπουράκι που μου είχε πει μερικές ώρες πριν στο σπίτι του Πέτρου. Δεν γέλασε. Μελαγχόλησε.
"Κάποτε ήμουν", είπε.
Τα είχα κάνει θάλασσα. Της έσφιξα το χέρι, ζήτησα συγνώμη.
"Είμαι ατσούμπαλος", της είπα. "Ώρες ώρες λέω σαχλαμάρες. Συγχώρεσέ με" "Τι σημαίνει ατσούμπαλος;" "Είναι κρητική λέξη. Τώρα που θα κατέβουμε κάτω θα πρέπει να ξέρεις μερικούς ιδιωματισμούς. Διαφορετικά θα πουν ότι είμαι κακός δάσκαλος και θα με διαγράψουν από την λίστα των προπαγανδιστών του νησιού". Άρχισα να λέω διάφορα γιά την σχέση μου με το νησί, η χοντράδα ξεχάστηκε. Πέρασε η ώρα, έγινε η αναγγελία της πτήσεως. Ακολουθήσαμε τις βαρετές διαδικασίες επιβίβασης, χωρίς να ξανασχολιάσουμε τους γύρω μας. Λίγα λεπτά μετά τις έντεκα, το αεροπλάνο άφησε τον διάδρομο απογείωσης και άρχισε να κατευθύνεται προς τ' αστέρια. Τα φώτα της πόλης που αφήναμε πίσω μας μας αποχαιρετούσαν και μας εύχονταν καλό ταξίδι. Αισθανόμουν όλο τον κόσμο τον δικό μου.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου