Παρασκευή 24 Οκτωβρίου 2014

Η ομορφιά που φέρνει πόνο

Καθόμασταν στον καναπέ. Είχε περάσει το αριστερό της χέρι γύρω από τους ώμους μου και με φιλούσε στο πρόσωπο και τον λαιμό. Απαγορευόταν να την ακουμπήσω. Με είχε φτιάξει. Το παντελόνι μου πήγαινε να σπάσει. Με το δεξί της χέρι, έπαιζε με τις ρώγες μου, κατέβαινε χαμηλά και με χούφτωνε δυνατα, επώδυνα. Σε κάποια στιγμή μου είπε: Γδύσου.

Όταν έφτασα στο σλιπάκι, την κοίταξα ερωτηματικά. Μου έκανε νεύμα, βγάλτο. Ο πούτσος μου επί τέλους ήταν ελεύθερος και σηκωμένος. Στήσου και περίμενε, μου είπε. Τι θα μου κάνεις, ρώτησα. Θα σε δείρω και μετά μπορεί και να σε κάνω να νοιώσεις γυναίκα. Αυτό σήμαινε πως θα με γαμούσε από πίσω.

Βγήκε από το δωμάτιο για να ετοιμαστεί. Πήγα στον απένατι τοίχο, άνοιξα τα πόδια μου, στήριξα τα χέρια μου στον τοίχο, ήμουν έτοιμος και περίμενα. Ήξερα πως δεν έπρεπε να την κοιτάξω όταν θα ερχόταν ξανά. Αν το έκανα, ήταν ικανή να με παρατήσει και να σηκωθεί να φύγει. Το κεφάλι λοιπόν μπροστά, τα μάτια κλειστά και να λέω στον εαυτό μου: Δεν πρέπει να κοιτάξεις, δεν πρέπει να κοιτάξεις.


Άκουσα τα βήματά της. Πρέπει να είχε φορέσει τα μποτίνια με τα δεκάποντα τακούνια. Μπήκε στο δωμάτιο. Δεν πρέπει να κοιτάξεις, δεν πρέπει να κοιτάξεις. Στάθηκε πίσω μου. Ετοιμάστηκα να δεχτώ το πρώτο χτύπημα. Δεν πρέπει να κοιτάξεις, δεν πρέπει να κοιτάξεις. Γύρνα, με διέταξε. Γύρισα. Τα μάτια μου καρφωμένα στο πάτωμα. Ακούμπα την πλάτη σου στον τοίχο, τα πόδια σου ανοιχτά, τα χέρια σου ψηλά, έξω οι παλάμες. Υπάκουσα.

Κοίτα με. Νόμισα πως δεν κατάλαβα καλά. ΚΟΙΤΑ ΜΕ ΕΙΠΑ! Σιγά σιγά σήκωσα τα μάτια μου και την κοίταξα. Φορούσε τα μποτίνια, ένα ζευγάρι δερμάτινα γάντια και μαύρα γυαλιά. Μόνο. Στο χέρι κρατούσε το μαστίγιο της ιππασίας και ανάμεσα στα πόδια της κρεμόταν χαλαρός ο χοντρός πλαστικός πούτσος που της είχα κάνει δώρο πριν από ένα μήνα.

Σήκωσε το μαστίγιο και με χτύπησε. Γύρισα το κεφάλι μου στο πλάι και έσφυξα τα χείλη μου. Κοίτα με, μην γυρίζεις αλλού το κεφάλι σου. Τα μάτια μου στράφηκαν στο πρόσωπό της. Ήταν άνεκφραστο. Τα μαύρα γυαλιά πρόσθεταν μυστήριο.
Με ξαναχτύπησε. Έκλεισα τα μάτια την στιγμή που το μαστίγιο σηκώθηκε και χτύπησε το κορμί μου. Δυνατώτερα αυτή την φορά. Εδώ, κοίτα με, διέταξε. Κι άρχισε να με δέρνει όλο και πιό δυνατά, όλο και πιό δυνατά. Κάθε λίγο μου φώναξε. Κοίτα με, μην κλείνεις τα μάτια σου, μην γυρνάς το κεφάλι σου, μην κινείσαι.

Ο πόνος άρχισε να γίνεται έντονος. Μα περισότερο πονούσα κοιτάζοντας το ανέκφραστο, μυστηριώδες πρόσωπό της. Κι αυτή συνέχισε να με βαράει όλο και δυνατότερα. Άρχισα να βογγάω. Σκάσε, που είπε. Έσκασα.

Στο τέλος, δεν άντεξα άλλο, με πήραν τα κλάματα. Το σώμα μου ήταν κατακόκκινο. Σταμάτησε, σκούπισε το μέτωπό της που είχε αρχίσει να ιδρώνει, έβαλε τα χέρια στην μέση της και με παρατηρούσε καθώς έπεφτα στο πάτωμα, κλαίγοντας, υποφέροντας, χωρίς την παραμικρή ικμάδα θέλησης. Με άφησε να συνέλθω λίγο, με σήκωσε και με γονάτισε στο τραπεζάκι του καθιστικού. Γονάτισε κι αυτή από πίσω μου. Ήταν έτοιμη να με ξεκωλιάσει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου