Τετάρτη 3 Δεκεμβρίου 2014

Άρτεμις, μέρος δεύτερο: Το δέσιμο του ζευγαριού


Ξύπνησα πρώτος κατά το μεσημέρι. Με κρατούσε στην αγκαλιά της και χαμογελούσε στον ύπνο της. Ο πόνος που ένιωθα με έκανε να θυμηθώ τι είχε γίνει το προηγούμενο βράδυ. Σκέφτηκα πως δεν θα ξαναβρισκόμουν πιά με γυναίκα όπως την παλιά καλή εποχή. Τρόμαξα. Εκείνη την στιγμή, ξύπνησε και αυτή.
"Καλημέρα μωρό μου",
"Τι καλημέρα, μεσημέρι είναι" απάντησα.
Γέλασε.
"Δεν πειράζει, γιά μένα είναι μία πραγματικά καλή ημέρα. Γιά σένα δεν είναι;".
Τα μάτια της σπιθοβολούσαν από χαρά.
"Άρτεμη, γιά όνομα του Θεού τι μου έκανες χθες το βράδυ;"
"Δεν θυμάσαι;" "Θυμάμαι και αυτά που θυμάμαι με κάνουν να τρέμω".
Με φίλησε γλυκά στο μάγουλο και μου είπε
"Καημενούλη μου, θα πονάς πολύ"
"Πονάω και ντρέπομαι γιά ότι έγινε".
"Εσύ φταις χαζούλη. Πρώτη φορά μου έτυχε σκλάβος τόσο υπάκουος. Ήσουν υπέροχος στον ρόλο σου και αυτό με παρέσυρε και μένα να κάνω πράγματα που δεν τα είχα ξανακάνει".
"Με παρέσυρε", σκέφτηκα. Άλλα της η γκόμενα, ξέρει και καλά ελληνικά.
"Μην ντρέπεσαι", συνέχισε.
"Μία γυναίκα σε πήρε σαν να ήταν άντρας. Ε και λοιπόν; Μήπως έπαψες να είσαι άντρας;"
Καθώς έλεγε αυτές τις τελευταίες κουβέντες, με χούφτωσε. Η επιθυμία άρχισε να ξυπνά μέσα μου. "Όσο γιά τον πόνο, δεν είναι υπέροχος;"
"Αστειεύεσαι;"
"Ξέρω τι σου λέω. Μου αρέσει και μένα να τον παίρνω από πίσω. Όταν την επόμενη μέρα νιώθω τον πόνο, αισθάνομαι ότι το βράδυ που πέρασε έκανα κάτι όμορφο και αυτό με γεμίζει ζωντάνια και όρεξη".
"Εμένα όμως δεν μου αρέσει να τον παίρνω από πίσω".
"Δεν σου άρεσε θέλεις να πεις. Είμαι σίγουρη πως ευχαρίστως θα καθόσουν τώρα να στον ξαναβάλω".
"Και μετά μου λες να μην ντρέπομαι. Με έκανες πούστη και μου λες ότι δεν τρέχει τίποτα".
"Δεν είσαι πούστης, στο ξαναλέω. Δεν σε γάμησε άντρας, γυναίκα σε γάμησε."
"Ποια η διαφορά;"
"Μιά γυναίκα, ακόμη και όταν χώνει ένα δονητή στον κώλο του ερωμένου της, το κάνει σαν γυναίκα. Έχει διαφορά από έναν άντρα.".
"Ο κώλος μου όμως πονάει το ίδιο".
"Εκεί σταματά κάθε ομοιότητα. Θυμήσου την πρώτη φορά που σου τον έβαλα. Σου άρεσε;"
"Ναι μου άρεσε"
"Σου έχω σηκώσει τα πόδια και είμαι έτοιμη. Θέλεις να συνεχίσω;" "Ναι θέλω"
"Σκέψου ότι στην θέση μου είναι ένας άντρας. Σου έχει σηκώσει τα πόδια και είναι έτοιμος. Θέλεις να συνεχίσει:"
"Όχι"
"Γιατί;"
"Δεν μου αρέσει"
"Δεν σου αρέσει ή ντρέπεσαι;"
"Δεν μου αρέσει"
"Είσαι σίγουρος γι΄ αυτό;"
"Είμαι".
"Ωραία λοιπόν, δεν είσαι πούστης".
"Και αν γίνω;".
Κατάλαβα και εγώ ότι είχα αρχίσει να λέω μαλακίες. Γέλασα. Γέλασε και αυτή.
"Αν φεύγοντας από εδώ τρακάρεις, τι γίνεται;".
"Δεν θα φύγω, θα μείνω μαζί σου".
Με ξαναφίλησε γελώντας σαν την καλή χαρά.
"Ωραία μείνε εδώ. Πάω να φτιάξω πρωινό. Πως τον πίνεις τον καφέ σου;"
"Στην μύτη του κουταλιού λίγη ζάχαρη, χωρίς γάλα".
"Σκληρό αντράκι", ειρωνεύτηκε.
Ένιωσα ότι η ειρωνεία ήταν καλόκαρδη και γέλασα μαζί της.
"Έλα εδώ να σε φιλήσω, βρε διαβόλισσα."
Ήρθε στην αγκαλιά μου και την φίλησα με δύναμη στο στόμα.
"Σταμάτα, σταμάτα θέλω καφέ"
Με έσπρωξε πέρα απαλά και πήδηξε κάτω από το κρεβάτι. Θαύμασα το κορμί της καθώς περπατούσε προς την πόρτα. Στην πόρτα στάθηκε, γύρισε το κεφάλι της με νάζι, σήκωσε το πόδι της και μου έστειλε ένα φιλί. Της πέταξα γελώντας το μαξιλάρι. Βγήκε από το δωμάτιο. Σηκώθηκα να μαζέψω το μαξιλάρι. Όταν έσκυψα να το πάρω, την φαντάστηκα να στέκεται από πίσω μου. Συμμάζεψα τον νου μου και το μαξιλάρι και γύρισα στο κρεβάτι. Ήταν Σάββατο μεσημέρι, την Δευτέρα ήταν αργία. Είχαμε όλο τον καιρό μπροστά μας να περάσουμε ένα ενδιαφέρον Σαββατοκύριακο.

Σκέφτηκα την συμπεριφορά της χθες και σήμερα. Δεν είχε καμία σχέση η μία με την άλλη. Τι παιχνίδι έπαιζε τελικά η γκόμενα; Μήπως ήταν διχασμένη προσωπικότητα; Αν η ίδια δεν ήταν τρελή, όπως πήγαινε σίγουρα θα τρέλαινε εμένα. Χτύπησε το τηλέφωνο. Το σήκωσε από την κουζίνα. Την άκουσα να συζητά με κάποιον και να γελά.
"Αγάπη μου, πάρε το τηλέφωνο. Είναι ο Νίκος", μου φώναξε.
Αγάπη μου; Τι στο διάολο γίνεται εδώ. Σήκωσα το τηλέφωνο και βέβαια το δούλεμα από την άλλη άκρη του σύρματος έπεσε σαν χαλάζι. Άντε τώρα να εξηγήσεις τα ανεξήγητα. Ο φίλος μου πάντως, πέρα από την πλάκα αντιμετώπιζε με σκεπτικισμό την όλη κατάσταση. Μου είπε πως τηλεφώνησε στο σπίτι μου γιά να μάθει πως εξελίχτηκαν τα πράγματα την περασμένη βραδιά. Όταν δεν με βρήκε, σκέφτηκε να πάρει την κυρία να δει τι γίνεται. Είχε πάθει πλάκα που με βρήκε στο σπίτι της.
"Μεγάλε, είσαι ο πρώτος από την παλιοπαρέα που περνά την νύχτα του με την Άρτεμη. Πως τα κατάφερες;".
Τι να του πω.
"Έκλεισα τα μάτια μου και την κατάπια σαν κινίνο".
"Ρε συ, μη με δουλεύεις. Ο Γιώργος, δεν τον ξέρεις, της την έπεσε μιά φορά και αυτή τον πήγε σπίτι της και τον πλάκωσε στον ξύλο με ένα μαστίγιο. Έφυγε από εκεί με τα ρούχα παραμάσκαλα και από τότε ούτε να την δει δεν θέλει".
"Διαδόσεις φίλε μου, διαδόσεις".
"Ρε μπας και είσαι μαζόχας και δεν το ξέρουμε;"
Α ρε φίλε και που να ήξερες...
"Μάλλον ο Γιωργάκης δεν τα κατάφερε όπως έπρεπε και από τότε λέει ψέματα δεξιά και αριστερά".
"Το παιδί μόνο μυθομανής που δεν είναι".
"Και γω θα γινόμουν ψεύτης αν δεν τα πήγαινα καλά με κάποια. Εσύ ρε Νίκο δεν θα έλεγες ψέματα σε ανάλογη περίπτωση;".
"Δεν ξέρω, μάλλον έχεις δίκιο. Τα λέμε. Γεια σου και τα φιλιά μου στην Άρτεμη".
"Γι' αυτό να είσαι σίγουρος. Γεια".
Έκλεισα το τηλέφωνο. Όλα τα είχαμε, τα κοινωνικά σχόλια μας έλειπαν. Περισσότερο πάντως από όλα, αυτό το "Αγάπη μου", μου είχε έρθει πιό περίεργα από όλα. Μάλλον το πέταξε γιά να σοκάρει τον κολλητό. Ήμουν σίγουρος, ότι τα τηλέφωνα θα είχαν ανάψει. Δοκίμασα να πάρω τον Νίκο. Αν το σήκωνε, πολύ απλά θα το έκλεινα. Όπως το φαντάστηκα, το τηλέφωνο δούλευε. Σκέφτηκα πως το έκτακτο παράρτημα είχε βγει.

"Γίναμε πρώτη είδηση", είπε.
Στεκόταν στην πόρτα, με ένα δίσκο στο χέρι. Είχε φορέσει ένα κιμονό, το φως την χτυπούσε από πίσω και έβλεπα την σιλουέτα της να διαγράφεται μέσα από αυτό. Είχα μείνει και την χάζευα. Πλησίασε το κρεβάτι και έβαλε τον δίσκο στα γόνατά μου. Ανέβηκε πάνω και χώθηκε κάτω από τα σκεπάσματα. Την φίλησα στο μάγουλο. Έφτιαξα μιά φρυγανιά και την έβαλα στο στόμα της. Έκοψε ένα κομμάτι, έφαγα και εγώ ένα άλλο.
"Αυτός είναι ο καφές σου, αυτός ο δικός μου. Τον πίνω γλυκό, μην τους μπερδέψεις."
Ήπιαμε από λίγο.
"Θυμάσαι τον Γιώργο;"
"Τι έγινε, σου μίλησε γι΄ αυτόν ο Νίκος;"
"Πήγες να του κάνεις ό,τι έκανες σε μένα;"
"Ναι αλλά ήταν τελείως ξενέρωτος. Τον έδιωξα".
"Πάντως, έβγαλες κακή φήμη στην πιάτσα".
"Είμαι υπερήφανη γι' αυτό που είμαι και όποιου αρέσω. Φάε τώρα την φρυγανιά σου."
Όση ώρα μιλούσαμε, είχε αλείψει μία φρυγανιά και μου την έδωσε στο στόμα.
"Τα τηλέφωνα έχουν ανάψει. Όλος ο κόσμος ξέρει τώρα πως μείναμε μαζί χθες το βράδυ. Πήρα τηλέφωνο τον Νίκο και μιλούσε".
Ήπια λίγο καφέ. Μείναμε γιά λίγο αμίλητοι.
"Φοβάσαι μην σου βγει το όνομα;".
"Μου αρέσεις και τα υπόλοιπα δεν έχουν και πολύ σημασία. Πάντως, ο φίλος με ρώτησε στα ίσια αν είμαι μαζοχιστής. Άνοιξε τώρα το γλυκό σου στοματάκι να βάλω μέσα αυτή την φρυγανίτσα".
"Μήπως θέλεις να βάλεις μέσα τίποτα άλλο;". "Δεν πάει μωρό μου με τον καφέ. Αργότερα αυτά".
Κοιταχτήκαμε στα μάτια. Το βλέμμα της ήταν τρυφερό.
"Ξεφορτώσου αυτό τον δίσκο και πάρε με αγκαλιά."
Ακούμπησα με προσοχή τον δίσκο στο κομοδίνο και άνοιξα τα χέρια μου. Χώθηκε μέσα σαν μικρό παιδί.
"Είσαι παράξενη γυναίκα μωρό μου. Με έχεις τρελάνει. Η συμπεριφορά σου από την ώρα που ξυπνήσαμε δεν έχει καμία σχέση με την χθεσινή. Τι γίνεται μέ σένα;".
"Αγάπη μου, σε παρακαλώ, μην λες τίποτα τώρα. Κράτα με μόνο σφιχτά".
Την έσφιξα. Μείναμε γιά λίγο έτσι αγκαλιασμένοι. "Αγάπη μου, σε παρακαλώ". Άλλο πάλι και τούτο. Τελικά δεν έκανε εφέ μόνο στον Νίκο. Το πίστευε όταν το έλεγε ή θέλει να με παραμυθιάσει κανονικά. Όσο για το σε παρακαλώ, τι να πω. Δεν το είπε από ευγένεια. Το εννοούσε. Καθόμουν με την πλάτη ακουμπισμένη στα σίδερα του κρεβατιού, το μικρό απροστάτευτο κοριτσάκι είχε ακουμπήσει το πρόσωπό της στο στήθος μου, είχε κλείσει τα μάτια της και ανέπνεε αργά, λες και κοιμόταν. Μικρό απροστάτευτο κοριτσάκι. Καλό αυτό. Ο κώλος μου δεν είχε πάψει στιγμή να πονάει. Κόντευε να μου στρίψει. Άρχισα να πιστεύω στα σοβαρά πλέον ότι η τύπισσα ήταν τρελή. Ήταν όμως υπέροχη και ήξερα ότι μέχρι την Τρίτη το πρωί, εκτός και αν με έδιωχνε από το σπίτι της, δεν υπήρχε περίπτωση να κουνήσω από δίπλα της.
"Θα μείνουμε μαζί μέχρι την Τρίτη, έτσι δεν είναι αγάπη μου;"
Τι διάολο, είχε μαντέψει την σκέψη μου;
"Ναι γλυκιά μου", της απάντησα.
Σήκωσε το κεφάλι της, με και κοίταξε με τα υπέροχα μάτια της.
"Είσαι υπέροχος".
Με φίλησε στο στήθος. Της χάιδεψα τα μαλλιά. Δεν ήξερα τι να κάνω.
"Θέλεις να συμμαζέψουμε το σπίτι; Μετά τα χθεσινά, έχει τα χάλια του", είπα.
Πετάχτηκε πάνω σαν ελατήριο.
"Μην μπεις στον κόπο αγάπη μου. Θα τα τακτοποιήσω όλα εγώ και σε δυό λεπτά θα είμαι και πάλι στην αγκαλιά σου", απάντησε.
Πριν προλάβω να πω το παραμικρό, είχε εξαφανιστεί από το δωμάτιο. Ήπια μιά γουλιά καφέ και άναψα ένα τσιγάρο. Κοιτούσα τον καπνό να ανεβαίνει προς το ταβάνι και δεν σκεφτόμουν τίποτα. Χουζούρευα. Λίγο αργότερα, μπήκε μέσα στο δωμάτιο κρατώντας ένα ποτήρι πορτοκαλάδα.
"Σκέφτηκα πως θα σου άρεσε".
Μου την έδωσε, και εξαφανίστηκε και πάλι από το δωμάτιο, χωρίς να προλάβω να την ευχαριστήσω.

Ήπια την πορτοκαλάδα και λίγο αργότερα μπήκε στο δωμάτιο κρατώντας τα σύνεργα που είχε χρησιμοποιήσει το περασμένο βράδυ. Τα έβαλε στην θέση τους και γύρισε στο κρεβάτι. Την ήθελα. Μόλις ξάπλωσε, την φίλησα στο στόμα. Έγλειψα τις ρώγες της. Με μία γρήγορη κίνηση, βρέθηκε από πάνω μου. Τώρα ήταν αυτή που μου έγλειφε τις ρώγες. Παραδόθηκα στα χάδια της. Έκλεισα τα μάτια και απολάμβανα. Με πήρε στο στόμα της. Ένοιωσα ότι θα τελείωνα εκείνη την στιγμή. Δεν με άφησε όμως. Σταμάτησε να με γλύφει και ανέβηκε πάνω μου. Με πήρε μέσα της. Μετά από μία νύχτα αχαλίνωτης ερωτικής διαστροφής, τα πράγματα εξελίσονταν γιά πρώτη φορά όπως θα περίμενε κανείς να εξελιχθούν ανάμεσα σε έναν άντρα και μία γυναίκα. Βέβαια, αυτή ήταν από πάνω. Το πράγμα αμέσως διορθώθηκε. Βρέθηκε από κάτω μου. Ήμουν μέσα της. Είχε κλείσει τα μάτια και ανέπνεε αργά και ρυθμικά. Στιμές- στιγμές, λυγμοί τράνταζαν το κορμί της. Η ανάσα που έβγαινε από το στόμα της μύριζε βασιλικό. Ο ρυθμός μου ήταν αργός. Την θαύμαζα. Την ένοιωθα με κάθε μου αίσθηση. Το σώμα της τραντάχτηκε γιά μία ακόμη φορά. Ένας αναστεναμός βγήκε από τα χείλη της. Και τότε άνοιξε τότε τα μάτια της. Η ματιά της ενώθηκε με την δικιά μου. Οι δυό υπάρξεις μας, βρήκαν έναν ακόμη δρόμο ένωσης. Ήμουν μέσα στον κόλπο της και μέσα στα μάτια της. Τα μάτια της μου είπαν "σ' αγαπώ". Τότε τελείωσα. Όλες οι όμορφες στιμές της ζωής μου πέρασαν ξανά από μπροστά μου. Όλη μου η ζωή είχε ένα και μόνο στόχο. Την στιγμή που η Άρτεμη άνοιγε τα μάτια της. Μείναμε ακίνητοι. Βγήκα από τον κόλπο της, όχι όμως και από τα μάτια της. Το σώμα της τρίφτηκε γιά μιά στιγμή κάτω από το δικό μου και γιά μία ακόμη φορά το ένοιωσα να τραντάζεται. Το τηλέφωνο χτύπησε. Οι ματιές χώρησαν. "Μην το σηκώσεις", είπε ένας από τους δυό μας. Το τηλέφωνο έπαψε μετά από λίγο να χτυπά. Μίλησε πρώτη αυτή. "Πρώτη φορά με κοιτάζουν μ΄ αυτό τον τρόπο." Το δωμάτιο επέστρεψε στις φυσιολογικές του διαστάσεις. Κατάλαβα που ήμουν και τι έκανα. Της είπα πόσο την αγαπούσα. Χωρίς να της μιλήσω.

"Θέλω να καπνίσω ένα τσιγάρο μαζί σου."
Γλίστρησα από πανω της και έπιασα το πακέτο που βρισκόταν δίπλα μου. έβγαλα ένα τσιγάρο, το άναψα, τράβηξα μία βαθειά τζούρα και της το έδωσα. Το καπνίσαμε μαζί, πότε αυτή και πότε εγώ. Δεν μιλούσαμε, τι να πούμε άλλωστε; Την ένοιωθα δίπλα μου, ήρεμη, δυνατή και γεμάτη. Το ίδιο ένοιωθα κι εγώ. Όταν τελείωσε το τσιγάρο, κατάλαβα ότι πεινούσα.
"Έχεις τίποτα να φάμε;", την ρώτησα.
"Μπορούμε να φτιάξουμε μία ωραία σαλάτα." μου απάντησε.
Η σαλάτα μισοφαγώθηκε την ώρα που την ετοιμάζαμε. "Δοκίμασε αυτή την ντομάτα, δεν είναι νόστιμη;", "Η φέτα σου είναι πολή καλή, από που ψωνίζεις;" "Άνοιξε το στοματάκι σου να δοκιμάσεις αυτό το αγγουράκι." Και άλλες τέτοιες τρυφερότητες. Ότι τέλος πάντων έφτασε μέχρι το τραπέζι, εξαφανίστηκε εν ριπή οφθαλμού. Μείναμε με ένα μπουκάλι κρασί που είχαμε ανοίξει και πίναμε γιά κάμποση ώρα απόλαμβάνοντας την δυνατή του γεύση και το όμορφο άρωμά του. Όσο χαλαρώναμε, τόσο περισότερο ένοιωθα τον πόνο από την χθεσινοβραδυνή μας περπέτεια.
"Πονάω ακόμη από τα χθεσινοβραδυνά."
"Το καταλαβαίνω. Δεν είναι όμως υπέροχος αυτός ο πόνος;".
Είχε δίκιο και το ήξερα και το ήξερε ότι το ήξερα. Δεν της απάντησα. Περιορίστηκα στο να χαμογελάσω.
"Πάμε να κοιμηθούμε λίγο. Νοιώθω τόσο χαλαρή. Θέλω να με σφίξεις στην αγγαλιά σου." 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου