Παρασκευή 11 Ιουλίου 2014

Η βιζιτού

Χτύπησε την πόρτα του σπιτιού μου και της άνοιξα.

-Καλησπέρα, έφερα τα κοινόχρηστα, μου είπε και μου έδωσε ένα διακοσάρι.
-Δεν έχεις ψηλά;
-Δυστυχώς όχι.

Σκέφτηκα για λίγο. Αυτά που είχα στο ταμείο, δεν έφταναν για τα ρέστα. Αν έβαζα κι από την τσέπη μου, ίσως να έβγαιναν.
-Να κοιτάξω αν μπορέσω να σου δώσω ρέστα, της είπα. Μην στέκεσαι στην πόρτα, έλα μέσα συμπλήρωσα.
-Α, τι ωραία, έχεις ανάψει τζάκι.
-Κάτσε αν θέλεις δίπλα, μέχρι να σου φέρω τα ρέστα και την απόδειξη.

Έκατστε στις μαξιλάρες πουχα απλώσει πάνω στο παχύ χαλί, δίπλα στην φωτιά. Έψαξα τις τσέπες μου, το ταμείο, μάζεψα τελικά τα ρέστα. Πήρα και την απόδειξη, της τα έδωσα. Έκανε να σηκωθεί να φύγει.
-Αν δεν έχεις δουλειά, κάτσε να σε κεράσω κάτι. Πρώτη φορά μπαίνεις στο σπίτι μου.
Το σκέφτηκε γιά λίγο, της άρεσε η ιδέα.
-ΟΚ
-Τι πίνεις;
-Βότκα με λίγο πάγο, αν έχεις
-Πίνουμε το ίδιο ποτό, σχολίασα.

Πήγα να φέρω το μπουκάλι, τον πάγο και τα ποτήρια. Η Σβέτα, αυτό είναι το όνομά της, έμενε κοντά έξη μήνες στην πολυκατοικία μας. Ήταν από την Μολδαβία, ή την Ουκρανία, ή την Λευκορωσία, κάπου από κει τέλως πάντων. Είχε ανοιχτόχρωμη επιδερμίδα, τα μαλιά της ήταν μαύρα και σχετικά κοντά κι όταν σε κοιτούσε στα μάτια ένοιωθες μιαν ανατριχίλα. Έμενε κατά πάσα πιθανότητα μόνη της και δεν είχαμε πάρε δώσε πέρα πό ένα καλημέρα καλησπέρα στην είσοδο της πολυκατοικίας.


Σέρβιρα τα ποτά κι αρχίσαμε μια δειλή κουβέντα περί ανέμων και υδάτων. Σε κάποια στιγμή την ρώτησα τι δουλειά κάνει. Είχαμε ήδη κατεβάσει από τρία ποτήρια βότκα ο καθένας, αλλά και πάλι η ερώτηση ήταν βλακώδης. Όλοι στην πολυκατοικία ξέραμε πως ήταν βιζιτού.

Τις ποιό περίεργες ώρες τις μέρας και της νύχτας ερχόταν και την έπαιρνε ένα ταξί, το ίδιο πάντα, και την γύριζε πίσω τις περισότερες φορές το ίδιο ταξί. Μερικές φορές, την είχαν φέρει στο σπίτι της κάτι απίθανα αυτοκίνητα που μόνο να τα ονειρευτούμε εμείς οι κοινοί θνητοί μπορούμε. Πάντα ντυμένη απλά, συνήθως με τζην και πάντα κουβαλούσε ένα μεγάλο Sac de Voyage.
-Στην πατρίδα μου σπούδασα ορθόδοξη θεολογία στο πανεπιστήμιο, εδώ όμως διδάσκω διαφορετική θρησκεία.
Έμεινα να την κοιτάω σαν χαζός
-Δηλαδή;
Χαμογέλασε, ήπιε, σιώπησε κοιτάζοντάς με βαθεία στα μάτια και μου είπε:
-Τιμωρώ αυστηρά τους πιστούς που αμαρτάνουν κι αν η μεταμέλειά τους είναι ειλικρινής, τους χαρίζω μερικές στιγμές στον παράδεισο.

Χαμογέλασα από αμηχανία.
-Κι έχει πολούς πιστούς αυτή η θρησκεία; κατάφερα να ρωτήσω.
Έβγαλε τις παντόφλες που φορούσε, πέταξε την μιά της κάλτσα κι όπως καθόμασταν απέναντι ο ένας στον άλλο μπροστά στο τζάκι, μου πρότεινε το πόδι της.
-Γλείφε
Καθώς άρχισα δειλά να βάζω τα δάχτυλα του ποδιού της στο στόμα μου, είπε:
-Δεν είναι πολλοί. Είναι δύσκολη και πολύπλοκη πίστη, η θεά πρέπει να είναι έμπειρη, αλλά πληρώνεται καλά.
-Πόσο δηλαδή; Και συνέχισα την δουλεία μου.
-Άστο, δεν είναι γιά τα μέτρα σου. Αλλά ξέρεις κάτι, χρειάζομαι έναν πιστό για να πειραματίζομαι μαζί του.
 
Τα πράγματα είχαν σοβαρέψει. Σταμάτησα το γλείψιμο.
-Σου κάνω;
-Δεν ξέρω, πρέπει να σε δοκιμάσω. Έχεις καμιά εμπειρία;
-Ουσιαστικά όχι
-Είσαι παρθένος;
-Όχι βέβαια, δεν είμαι δεκαπέντε χρόνων για να ρωτάς τέτοια πράγματα.
-Όταν λέω παρθένος, εννοώ από πίσω.
Ξεροκατάπια και παραδέχτηκα πως με είχαν κωλοδαχτυλιάσει μερικές φορές.
Με γρήγορες κινήσεις έβαλε πάλι τις κάλτσες και τις παντόφλες της, σηκώθηκε πάνω και μου είπε:

-Πάω να φέρω τα αξεσουάρ της δουλειάς. Εσύ στο μεταξύ κάνε ένα ντουζάκι και περίμενέ με γυμνός.

Όταν έφτασε στην πόρτα, συμπλήρωσε:
-Πλύνε καλά το κωλαράκι σου. Απόψε θα ματώσει. Μην πάθεις και καμιά μόλυνση.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου