Παρασκευή 21 Νοεμβρίου 2014

Μιά νύχτα στο πάνω διαμέρισμα (3)

Όπως είχε προβλέψει ο Αντώνης, την επόμενη ημέρα με πήρε τηλέφωνο.
-Το Σάββατο έχεις κανονίσει τίποτα;
-Όχι, γιατί;
-Μην κανονίσεις, θα βγούμε μαζί
-Θα βγούμε ή θα μπούμε; Το καλύτερο βέβαια είναι το μέσα έξω
Κατάφερα να σπάσω την σοβαροφάνειά της.  Άκουσα ένα πνιχτό γελάκι και όταν μίλησε, μου είπε
-Είσαι αδιόρθωτος. Λοιπόν, το Σάββατο βγαίνουμε παρέα για φαγητό.
-Να σου πω, έχω μιά καλύτερη ιδέα. Γιατί δεν έρχεσαι στο σπίτι μου;
-Αστειεύεσαι; Και βέβαια όχι.
-Άκου με λίγο, σε παρακαλώ.
-Εντάξει, λέγε.
-Αν βγούμε έξω, θα πρέπει να ακολουθήσουμε κάποιους πολύ συγκεκριμένους ενδυματολογικούς κανόνες. Δεν θέλω κάτι τέτοιο. Θέλω ν' αφήσω ελεύθερη την φαντασία μου να με οδηγήσει κι εσύ να κάνεις το ίδιο. Να ντυθώ γιά σένα όπως ποτέ δεν θα τολμούσα για καμία άλλη, όπως ποτέ δεν θα τολμούσα να ντυθώ γιά να βγω στον δρόμο. Και θέλω και συ να κάνεις το ίδιο.
Για λίγο δεν μίλησε. Φαίνεται πως το σκεφτόταν.
-Καλά, θα σε πάρω αργότερα να σου πω
Μετά από κάνα δίωρο, το τηλέφωνο ξαναχτύπησε.
-Με τα δερμάτινα και το λάτεξ, πως τα πας;
-Τα λατρεύω
-Εντάξει τότε. Στο σπίτι σου στις οκτώ το βράδυ. Φρόντισε να υπάρχει και κάτι για να φάμε.

Για το φαγητό, τα πράγματα ήταν εύκολα. Παράγγειλα σε ένα γκλαμουροκέτερινγκ και καθάρισα. Το ζόρι ήταν στο ντύσιμο. Τα μόνα δερμάτινα που είχα στο σπίτι, ήταν τα παπούτσια και οι ζώνες των παντελονιών μου.  Τέλος πάντων, σχεδόν την τελευταία στιγμή βρήκα αυτό που ταίριαζε με την περίπτωση. Η πολυαναμενόμενη βραδυά επιτέλους έφτασε. Στις εφτάμιση τα πάντα ήταν έτοιμα. Στις οκτώ και κάτι, χτύπησε το κουδούνι της εξώπορτας. Άνοιξα και μείναμε να κοιτάμε έκπληκτοι ο ένας τον άλλο.

Είχε ισιώσει τα μαλλιά της και τα είχε βάψει μαύρα κατράμι. Είχε κάνει ένα σκληρό, απάνθρωπο μακιγιάζ. Στο μυαλό μου ήρθαν ονόματα από καταστροφικές γυναίκες και θεές της παγκόσμιας μυθολογίας. Φορούσε μαύρες, ψηλοτάκουνες πάνω από το γόνατο μπότες από μαλακό δέρμα. Είχε ρίξει πάνω της ένα μακρύ κομμάτι ύφασμα, για να κάνει την διαδρομή από το διαμέρισμά της στον πάνω όροφο, στο δικό μου. Στο χέρι της κρατούσε ένα βαλιτσάκι. Παραμέρισα με σεβασμό και την άφησα να περάσει. Εγώ φορούσα ένα εφαρμοστό δερμάτινο παντελόνι κι από πάνω μόνο ένα γιλέκο που άφηνε το στήθος μου ακάλυπτο στις ορέξεις τις θεάς που μόλις είχε περάσει το κατώφλι μου.  Ξέροντας και τα στοιχειώδη από μακιγιάζ, είχα βαφτεί ελαφρά, τόσο ελαφρά που θα μπορούσα να κυκλοφορήσω στον δρόμο χωρίς πρόβλημα. Είχα καταφέρει απλά να φαίνομαι σαν άντρας χαμηλών τόνων. Κατάλαβα πως αυτό την εξιτάρησε. Μου έδωσε το βαλιτσάκι και μου είπε "Βάλτο στην κρεβατοκάμαρα". Το πήρα,  της γύρισα την πλάτη και πήγα προς την κρεβατοκάμαρα. Αυτή ήταν η δεύτερή έκπληξη που της επεφύλασσα.  Η πλάτη μου ήταν γυμνή, και το παντελόνι είχε φερμουάρ στον κώλο. Μέχρι ν' αφήσω τα βαλιτσάκι και να γυρίσω πίσω, σκεφτόμουν: Αυτή η θεά, απόψε θα με πάει μέσα από τον πόνο και την έκσταση στα ουράνια. Δεν υπάρχει τίποτα πέρα από αυτήν. Θα με ξεκολώσει, θα μου ανοίξει την σούφρα, θα μου δώσει το κωλάντερο στο χέρι κι εγώ θα την παρακαλώ γιά ακόμη περισότερο, ακόμη πιό βαθύ και δυνατό γαμήσι.

Κι εκεί που νόμιζα πως τα είχα δει όλα, γυρίζοντας στο καθιστικό, ένοιωσα να ζαλίζομαι. Είχε πετάξει την πασμίνα και με περίμενε άγρια, έτοιμη να κάνει κατασπαράξει. Φορούσε μία υποτυπώδη δερμάτινη φούστα. Ένα απίστευτο μπούστο δερμάτινο κι αυτό. Και τα δύο κομμάτια ήταν τόσο μικρά, τόσο στενά που στην ουσία το κορμί της ήταν ακάλυπτο και προξενούσε αισθήματα φόβου και  τρόμου. Μόνο τα πόδια της σκεπάζονταν ουσιαστικά από τις ψηλές της μπότες. Όμως αυτό δεν ήταν το πιό εντυπωσιακό πάνω της. Το κάθε πουτανάκι, θα μπορούσε να αγοράσει τα ρούχα αυτά. Το εντυπωσιακό, ήταν το ίδιο το κορμί της. Πριν από μερικές μέρες, μέσα στην μπανιέρα του σπιτιού της είχα την ευκαιρία να δω και να ακουμπήσω το υπέροχα γυμνασμένο σώμα της. Σήμερα όμως, ήταν το κάτι άλλο. Δεν ξέρω πως τα είχε καταφέρει, αλλά ο κάθε μυς του σώματός της είχε φουσκώσει, διαγραφόταν με ακρίβεια που πονούσε τα μάτια αυτού που τον έβλεπε κι όλο της το είναι  μου φώναζε:

 "Απόψε, θα πονέσεις. Απόψε, θα παραδοθείς. Απόψε τελειώνεις σαν άνθρωπος, γίνεσαι τσούλα, ξέκωλο,  υποκείμενο βασανισμού μιας τέλειας σαδίστριας, μιας ανεπανάληπτης θεάς, μιάς σκύλας που θα αντλήσει ευχαρίστηση από τον πόνο και τα δάκρυά σου.  Μην τολμήσεις να προφέρεις τις λέξεις έλεος, υποφέρω, σταμάτα, όχι άλλο, λυπήσου με. Δεν πρόκειται να σε λυπηθεί, δεν πρόκειται να ξεφύγεις, το μόνο που θα νοιώσεις είναι πόνος, πιό πολύς πόνος κι ακόμη περισσότερος πόνος.  Κι αν όλο αυτό τον πόνο μπορέσεις να τον αντέξεις,  πες μου πως θα αντέξεις τις προστυχιές που θα σου πει; Πως θα αντέξεις να σε πει ξεκωλιάρη, γαμηνένο, ξεφτίλα των αντρών, και κυρίως, πως θ' αντέξεις να σε πει πούστη, πούστη, ΠΟΥΣΤΗ;  Πως θα συνεχίσεις την ζωή σου όταν θα σου έχει πει θα σε κάνω πούστη, θέλεις να σε κάνω πούστη κι εσύ πάνω στο παραλήρημά σου θα της έχεις απαντήσει θετικά;"

Έτσι σκεφτόμουν, καθώς την πλησίασα, και γονάτησα μπροστά της.
-Άσε τις μαλακίες, σήκω πάνω.
Σηκώθηκα. Κοιταζόμασταν με φοβερή ένταση. Το βλέμα της με ζάλιζε. Κάθησε στον καναπέ, κάθησα κι εγώ απέναντί της.
-Έχεις τίποτα να πιούμε πριν το φαγητό;
Σηκώθηκα και υπνωτισμένος πήγα και έφερα ένα μπουκάλι καλό malt ουίσκι και δύο κρυστάλινα ποτήρια. Την σερβίρισα. Μύρισε το ποτό αργά, ηδονικά με τα μάτια μισόκλειστα.
-Λοιπόν, βλέπω πως ξέρεις να διαλέγεις ποτά, πράγμα σπάνιο. Μπράβο σου.
Δεν ήξερα τι να πω, περιορίστικα σε ένα ανόητο ευχαριστώ.
-Ξέρεις, οι περισότεροι θα νέρωναν αυτό το ουίσκι, θα του έβαζαν πάγο ή δεν ξέρω γω τι άλλο. Ανόητοι. Αν δεν μπορείς ν' αντέξεις τις έντονες απολαύσεις, άστο καλύτερα.
-Ναι, συμφωνώ,  σωστά τα λες. Φερόμουν σαν ηλίθιος. Τουλάχιστον το ήξερα. Κάτι είναι κι αυτό.

Περνούσα τις χειρότερες στιγμές μου. Μου ήταν αδύνατον να πω το παραμικρό. Αυτή από την πλευρά της φαινόταν να το διασκεδάζει. Είχε βάλει το ένα πόδι πάνω στο άλλο, το αριστερό της χέρι ήταν απλωμένο στην πλάτη του καναπέ, με το δεξί κρατούσε το ποτήρι κοντά στο στόμα της, απολάμβανε το άρωμα, έπινε μικρές γουλιές και με κοιτούσε με χαμηλωμένα τα μάτια κι ένα ελαφρό χαμόγελο στα χείλη.Όταν τελείωσε το ποτό της, με ρώτησε
-Έχεις μαγειρέψει τίποτα;
-Εεε, παράγγειλα απ' έξω
-Τι, πίτσες;
-Όχι βέβαια, παράγγειλα από ένα καλό catering.
-Περνάμε στο τραπέζι, είπε και σηκώθηκε.

Οι κοιλιακοί της με ζάλισαν. Της τράβηξα την καρέκλα, κάθησε και καθώς ήμουν πίσω της τόλμησα ν' αγγίξω τον ώμο της. Ήταν πέτρα και έκαιγε. Το χέρι μου από την άλλη ήταν πάγος από την αμηχανία. Με κοίταξε και δεν έκανε κανένα σχόλιο.  Πήγα να φέρω τα πιάτα από την ηλεκτρική κουζίνα, όπου τα είχα βάλει για να μείνουν ζεστά. Καθώς έσκυψα για ν' ανοίξω τον φούρνο, ένοιωσα το βλέμα της να καρφώνεται στον κώλο μου. Σχεδόν αισθάνθηκα το σπρώξιμο. Αρχίσαμε να τρώμε, χωρίς να λέμε κουβέντα. Η ατμόσφαιρα όμως, μύριζε μπαρούτι. Όταν τελειώσαμε, έχοντας αδειάσει ενάμισυ μπουκάλι κρασί, κάθησε στον καναπέ και μου είπε "Στην εξωτερική θήκη στο βαλιτσάκι μου, έχω τα πουράκια και τον αναπτήρα μου. Πήγαινε σε παρακαλώ να τα φέρεις". Μπήκα στον πειρασμό ν' ανοίξω το βαλιτσάκι. Δεν το έκανα, γύρισα πίσω όσο πιό γρήγορα μπορούσα. Χαμογέλασε και μου έκανε νόημα να καθήσω δίπλα της. Άναψε ένα cohiba, ρούφηξε με απόλαυση τον καπνό και μου είπε
-Δεν πιστεύω ν' άνοιξες την βαλίτσα;
-Όχι, πως σκέφτηκες κάτι τέτοιο;
-Θάθελες όμως να ξέρεις τι έχει μέσα, έτσι δεν είναι;
-Ναι
-Τι φαντάζεσαι;
-Δεν ξέρω, πες μου αν θέλεις.
Μου έδωσε το πουράκι να καπνίσω κι εγώ, κι έβαλε το χέρι της πάνω στο πόδι μου, λες και ήθελε να κάνει κατοχή.

- Έχω αυτό που θέλεις, είπε χαμηλόφωνα
-Δηλαδή;
Κόλησε σχεδόν το στόμα της στο αυτί μου και μου ψιθύρισε
-Τον πούτσο μου, και δάγκωσε τον λοβό μου. Η ζέστη από την αναπνοή της και το βαρύ της άρωμα με ζάλισαν.
-Και  τι άλλο;
-Κι ένα μαστίγιο
-Και τι άλλο;
-Μιά τάπα για τον κώλο σου, χειροπέδες γιά να σε δέσω, λαιμαριά για να σε πάω βόλτα στα τέσσερα σαν σκύλο, φίμωτρο και μερικά άλλα αξεσουάρ.
Είχα μισοκλήσει τα μάτια. Το χέρι της το ένοιωθα βαρύ πάνω στο στήθος μου να χαϊδεύει τις θηλές μου.
-Τι θα μου κάνεις;
-Θα σου βάλω την τάπα στον κώλο, θα κλειδώσω το πουλί σου,  θα σε φιμώσω,  θα σου κλείσω τα μάτια, θα σου βουλώσω τα αυτιά, να μην βλέπεις, να μην ακούς, να μην σου σηκώνεται. Μετά, θα σε δείρω.
-Και μετά;
-Θα σου ξεσκίσω την κωλοτρυπίδα.
-Σε φοβάμαι
-Θα σου αρέσει
Έστριψα λίγο, έτσι ώστε τα πρόσωπά μας να βρίσκονται το ένα απέναντι από το άλλο. Τόλμησα  ν' απλώσω το χέρι μου και να χαϊδέψω το σφιχτό σαν πέτρα πόδι της.
-Είσαι πολύ άγρια, πολύ δυνατή για μένα. Θα με σακατέψεις.
Έσπρωξε το κεφάλι μου πάνω στην φούστα της.  Ένοιωσα την ερεθιστική μυρωδιά του δέρματος.
 -Ο Αντώνης είναι πιό ντελικάτος από σένα. Ξέρεις πόσα χρόνια τον έχω γκόμενα;
-Πόσα;
-Πάνω από δέκα.
-Τον πούστεψες;
-Όχι.
 Σήκωσα το κεφάλι μου από την ποδιά της.
-Σε παρακαλώ, της είπα ας βγάλουμε αυτά τα ρούχα κι ας κάνουμε έρωτα σαν απλοί άνθρωποι. Με τρομάζει όλο αυτό το σκηνικό.
Αγκαλιαστήκαμε και φιληθήκαμε στο στόμα. Της ψιθύρισα: Γδύσου να πάμε μέσα. Δεν αντέδρασε. Έβγαλα το γιλέκο μου, της έβγαλα κι αυτηνής το μπούστο, έπιασα την φούστα της. Ανασηκώθηκε λίγο και την έβγαλα κι αυτήν. Χάιδεψα το κορμί της. Αναστέναξε. Βγάλαμε κι ό,τι άλλο φορούσαμε, και πήγαμε πιασμένοι από το χέρι στο κρεβάτι.



Οι φωτογραφίες ανήκουν στην εκπληκτική Ιταλίδα Bodybuilder Michela Carazzato


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου