Τετάρτη 5 Νοεμβρίου 2014

Ραντεβού με μιάν άγνωστη

Χτύπησε το κινητό μου.
-Παρακαλώ;
-Γειά, ο Άλεξ;
-Ναι

-Πήρα το τηλέφωνό σου από την φίλη μου την Λία. Την είχες συναντήσει πριν από καμιά δεκαριά μέρες.
-Α ναι, από την Βόρεια Ελλάδα. Να δεις από που ακριβώς...
-Από Καστοριά
-Ναι, σωστά. Πες μου λοιπόν, τι θάθελες
-Η φίλη μου είπε πως είσαι ξεχωριστός. Θάθελα να περάσουμε μαζί μερικές ώρες, η και το βράδυ ολόκληρο, σαν... σαν γυναίκα με γυναίκα.
Το σκέφτηκα γιά λίγο.
-Εντάξει, πότε θέλεις να το κανονίσουμε;
-Τώρα
-Που μένεις;
-Ορφέως 42 στην Βούλα
-Μένεις σε κάποιον όροφο;
-Είναι μονοκατοικία
-Σε μία ώρα θα είμαι εκεί
-Κοίτα, να στο πω από την αρχή, είμαι ιδιαίτερα επιθετική. Δεν ξέρω αν έχεις πρόβλημα.
-Όχι, κανένα. Άλλωστε μ' αρέσει
-Οκ, σε περιμένω.
-Γειά.

Άρχισα να ετοιμάζομαι. Το μακιγιάρισμα που πήρε μισή ώρα. Φόρεσα μαύρες κάλτσες και κόκκινα γυναικεία εσώρουχα ειδικής κατασκευής γιά περιπτώσεις σαν την δική μου. Φόρεσα κι ένα κοντό κόκκινο εφαρμοστό φόρεμα με μαύρη ζώνη στην μέση και τέλος μιά περούκα με μακριά ίσια ξανθά μαλλιά. Χαμηλά μαύρα παπούτσια και ήμουν έτοιμος. Από μακριά, μπορεί και να φαινόμουν σαν γυναίκα, από κοντά με τίποτα.

Όλη αυτή την ώρα, η φιλενάδα μου η Άντζυ ήταν χαμένη στην άλλη άκρη του σπιτιού.

Άνοιξα την εξώπορτα και βγήκα έξω. Κάλεσα το ανσασέρ. Ευτυχώς, το σπίτι ήταν οροφοδιαμέρισμα στον τελευταίο όροφο, έτσι δεν υπήρχε περίπτωση να με δει κανείς γείτονας από το ματάκι. Και με το ανσασέρ στον όροφό μας, αποκλείονταν και οι εκπλήξεις.

Πήρα μιά βαθειά αναπνοή και χτύπησα το κουδούνι του σπιτιού μας. Περίμενα κάνα δυό λεπτά, τίποτα. Ξαναχτύπησα. Τίποτα ξανά. Ανησύχησα. Λες η Άντζυ να μου σκάρωνε κανένα περίεργο καψόνι; Χτυπησα το κουδούνι γιά τρίτη φορά. Πάνω που ήμουν έτοιμος να την πάρω με το κινητό, η πόρτα άνοιξε.


Φορούσε ένα απίστευτα εφαρμοστό μαύρο φόρεμα από λάτεξ, που άφηνε έξω τις πλάτες και τα δυνατά της μπράτσα κι ανέβαινε στον λαιμό της με φαρδιές τιράντες κι έδενε γύρω από αυτόν. Στο ύψος των γοφών της είχε φορέσει πολύ χαλαρά μιά μαύρη φαρδιά ζώνη, άσχετη με το υπόλοιπο ντύσιμό της. Το συνολάκι, συμπληρωνόταν από ψηλοτάκουνες γόβες, και μαύρες μεταξωτές κάλτσες. Είχε βαφτεί έντονα και είχε βάλει κάποιο βαρύ, μεθυστικό άρωμα.

-Γειά, είμαι η Άλεξ, της είπα.
Με κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω λες και με έγδυνε με τα μάτια της και μου έκανε νόημα να μπω μέσα.
-Με λένε Άντζυ, δεν ξέρω αν στο είπα στο τηλέφωνο
-Χαίρομαι για την γνωριμία
-Το βρήκες εύκολα;
-Παιχνιδάκι, γκουγκλάρισα την διαδρομή κι ήρθα χωρίς πρόβλημα.
-Κάτσε. Θα πιείς κάτι;
-Ένα ουίσκι σκέτο αν είναι εύκολο.

Κάθησα σε μιά πολυθρόνα και σε λίγο ήρθε κι αυτή με δυό ποτήρια. Μου έδωσε το ένα και κάθησε απέναντί μου στον καναπέ. Καθώς πήγαινε προς τον καναπέ, θαύμασα την υπέροχη γυμνή πλάτη της.

Σήκωσε το ποτήρι της και ευχήθηκε
-Στην υγειά σου. Αναπέδωσα.

Άνοιξε ένα πακέτο κι έβγαλε ένα λεπτό και μακρύ τσιγάρο. Το έβαλε στα χείλη της και με κοίταξε. Τσακίστηκα να σηκωθώ από την θέση μου, να πιάσωτον αναπτήρα και να της το ανάψω.
-Κάτσε δίπλα μου, μου είπε. Κάθησα. Ρούφηξε τον καπνό και μου τον φύσηξε στο πρόσωπο.
-Το ξέρεις πως είσαι πολύ σέξι; μου είπε
-Δεν νομίζω, εσείς όμως φαίνεστε εξωπραγματική. Θα μου επιτρέψετε μόνο να σας πω πως αυτή η ζώνη που φοράτε, δεν ταιριάζει.
-Θέλεις να την βγάλω;
-Το φόρεμα θα αναδύκνυε καλύτερα το σώμα σας χωρίς αυτή.

Σηκώθηκε και την έβγαλε. Τότε σχηματίστηκαν στο εφαρμοστό φόρεμα τα ίχνη από λουριά που φορούσε από κάτω. Η διάταξή τους, μου ήταν γνωστή. Είχε ήδη φορέσει το στραπόν της.

-Αυτό που βλέπω τώρα είναι ωραιότερο, της είπα χαμογελώντας.
-Σ' ευχαριστώ. Να στο ξαναπώ όμως, στον έρωτα γίνομαι βίαιη. Θα αντέξεις;
-Αφήνομαι στα χέρια σας.
-Αν τυχόν σε κάποια στιγμή δεν αντέχεις άλλο, φώναξε κόκκινο, εντάξει;
-Σύμφωνοι
-Χαλάρωσε, αρχίζουμε

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου